Για μία “έξυπνη” αντιπολίτευση
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, διεξήχθη στο Κοινοβούλιο η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας που υπέβαλλε το κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ).
Η καταψήφιση της πρότασης δεν προκάλεσε κάποια ιδιαίτερη έκπληξη, από την στιγμή όπου στην Μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία δεν έχει υπάρξει πρόταση δυσπιστίας η οποία να αποτέλεσε προάγγελο ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων (βλέπε την πτώση της κυβέρνησης).
Η συζήτηση που έλαβε χώρα, δεν ξέφυγε από τα ειωθότα, όντας διάστικτη από συμβατικές και κοινότοπες αναφορές, από αντιδεξιές εγκλήσεις (ΣΥΡΙΖΑ), και από την λογική της άμεσης ‘σύγκρισης’ που διαπέρασε τις τοποθετήσεις στελεχών της Νέας Δημοκρατίας και του προέδρου του κόμματος και πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη.
Μία λογική η οποία, εμπεριέχει ‘φορτισμένες’ αναφορές σε όσα έλαβαν χώρα στη Μάνδρα και στο Μάτι, με πολιτικό διακύβευμα το να αναδειχθεί η διαφορά μεταξύ της τωρινής κυβέρνησης και της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, στο εγκάρσιο σημείο όπου ακόμη και αν η τωρινή κυβέρνηση κάνει λάθη, αυτά δεν συγκρίνονται με το άμεσο κυβερνητικό παρελθόν.1 Η πρόταση μομφής που υπέβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ, εντάσσεται σε μία λογική σκληρής αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης, και όχι δομικής.
Λαμβάνοντας αφορμή την πρόταση μομφής και την συζήτηση που ακολούθησε σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, θα τονίσουμε πως ζητούμενο για ένα κόμμα της αντιπολίτευσης (έχουμε κατά νου το Κίνημα Αλλαγής), δεν είναι η υιοθέτηση μίας σκληρής αντιπολιτευτικής στρατηγικής, αλλά, αντιθέτως μίας έξυπνης αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση.
Εδώ αντλούμε από την θεωρία περί των ‘μικρών κρατών’ (small states) στο διεθνές σύστημα και των τρόπων με τους οποίους αυτά τα κράτη, εφαρμόζοντας μία σειρά έξυπνων στρατηγικών, επιχειρούν να αντισταθμίσουν την έλλειψη επιρροής (συγκριτικά με μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις) στο διεθνο-πολιτικό γίγνεσθαι.
Οι βασικές κατευθύνσεις μίας στρατηγικής έξυπνης αντιπολίτευσης είναι οι παρακάτω: 1) Αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος και τοποθέτηση στις βασικές θέσεις λειτουργίας της, εκείνων των βουλευτών που είναι θεωρούνται ικανοί2 να αναδεικνύουν ευδιάκριτα τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος και τα πολιτικοϊδεολογικά του προτάγματα.
Για το ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής, καθίσταται επιτακτική ανάγκη ο καλός συντονισμός σε επίπεδο Κοινοβουλευτικής Ομάδας και η επαρκής πολιτική λειτουργία της, καθότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του κόμματος δεν είναι εν ενεργεία βουλευτής.
Οι επιλογές ήδη έχουν γίνει και μένει να φανεί πως θα λειτουργήσουν, ιδίως εάν λάβουμε υπόψιν το ό,τι η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κινήματος Αλλαγής, επί προεδρίας Φώφης Γεννηματά, υπήρξε ιδιαίτερα δραστήρια και παραγωγική.
2) Η σαφήνεια στο επίπεδο του παραγόμενου και εκπεμπόμενου πολιτικού λόγου, κάτι που προϋποθέτει την ανάδειξη αιχμηρών σημείων, η επιμονή που μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση μία κυβέρνηση, η πρωτοτυπία (ή αλλιώς, η δημιουργικότητα), που μπορεί να θέσει τις βάσεις για την συγκέντρωση της προσοχής γύρω από τις προτάσεις του κόμματος, η επένδυση σε ό,τι ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης προσδιορίζει ως «καθαρό στόρι» (σ.σ: αφήγημα) και ως «κεντρική, ελκυστική ιδέα».3
3) Η συστηματική, πολιτική εργασία και με επιστημονική χροιά, με στόχο την ανάδειξη των αντιφάσεων σε επίπεδο κυβερνητικού λόγου και ασκούμενων κυβερνητικών πολιτικών, που πρέπει να συνοδευθεί από την διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων επί διαφόρων θεμάτων, ώστε να διαφαίνεται η εναλλακτική προοπτική. Και κατά την διάρκεια μίας κοινοβουλευτικής περιόδου, η διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων αποτελεί διαδικασία εν εξελίξει.
4) Η επιδίωξη των πολιτικών συνθέσεων, και η καλλιέργεια του εδάφους για την επίτευξη πολιτικών συνθέσεων με την κυβέρνηση (το Κίνημα Αλλαγής δεν πρέπει να είναι φοβικό ως προς αυτό), η αποφυγή της λαϊκιστικής υποσχεσιολογίας, του κοινότοπου και αναγωγιστικού λόγου, της αδράνειας (η οποία επισωρεύει κόστος), του φόβου του πολιτικού κόστους. 4
5) Η αποφυγή μετατροπής σε ένα πολιτικό κόμμα το οποίο έχει προκατασκευασμένες και έτοιμες λύσεις για όλα τα ζητήματα, ήτοι σε ένα κόμμα που θα υιοθετεί ένα διδακτικό-πατερναλιστικό ύφος, όπως επίσης και η απόκλιση από την παγίδα της ‘υπερ-πολιτικοποίησης’: Κάποιες φορές είναι απαραίτητο το κόμμα να ‘σωπαίνει,’5 να αφουγκράζεται, επιτρέποντας το να αναδεικνύονται στην επιφάνεια κοινωνικά αιτήματα και αφηγήσεις.
Συνολικά, οφείλουμε να κινηθούμε πέραν της σχηματικής προσέγγισης τύπου ‘πόλωση-ύφεση.’
Αυτά είναι δείγματα άσκησης μίας ‘έξυπνης’ αντιπολίτευσης,6 με βάση την οποία ένας πολιτικός φορέας μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στη συν-διαμόρφωση του πολιτικού περιβάλλοντος και δεν περιμένει την ‘ευκαιρία’ μίας κρίσης για να κινηθεί ενεργητικά, παράγοντας αυτό που θα αποκαλέσουμε ως ηθικοπολιτική.