Υποστηρίζει η Καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Επιστήμης, κα Μαρία Βιτωράκη, μέλος του Πανελλαδικού Συμβουλίου των Οικολόγων Πρασίνων
Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε μέχρι σήμερα η χώρα μας τα παραγόμενα απορρίμματα μπορεί να περιγραφεί με τρεις λέξεις: αδιαφορία, αδράνεια, αναποτελεσματικότητα”, επισημαίνει η κα Μαρία Βιτωράκη, Καθηγήτρια περιβαλλοντικής επιστήμης και μέλος των Οικολόγων Πρασίνων και προσθέτει:
“Το μοναδικό σχεδόν ενδιαφέρον των περιφερειακών αρχών αλλά και της κεντρικής διοίκησης ήταν να βρούμε «κατάλληλους» χώρους για να θάψουμε τα σκουπίδια μας , με έναν σχετικά «ασφαλή» τρόπο για την ανθρώπινη υγεία. Δυστυχώς έχει αποδειχτεί στην πράξη ότι δεν υπάρχουν «ασφαλείς» ΧΥΤΑ. Η ρύπανση των νερών, της ατμόσφαιρας και των εδαφών που προκύπτει από την λειτουργία χώρων τελικής διάθεσης απορριμμάτων (ΧΥΤΑ ή καύσης) είναι αναπόφευκτη!. Οι δήμοι αδιαφορώντας και αυτοί για τις ευθύνες τους ρίχνουν το μπαλάκι στην κεντρική εξουσία. Εν τω μεταξύ τα σκουπίδια μας αυξάνονται ραγδαία. Μόνο στην Αττική παράγονται 2.3 εκ. τόνοι απορριμμάτων κάθε χρόνο (!!), ενώ τα περισσότερα καταλήγουν στον ΧΥΤ Φυλής.
Ζούμε λοιπόν σήμερα τις συνέπειες αυτής της αποτυχημένης πολιτικής διαχείρισης απορριμμάτων με την μεγάλη κοινωνική κρίση και τον ξεσηκωμό των κατοίκων της Κερατέας, του Γραμματικού, και πολλών άλλων περιοχών στην Ελλάδα, .που αντιδρούν στην εγκατάσταση νέων μονάδων τελικής διάθεσης στην περιοχή τους, ενώ το κίνημα τους αντιμετωπίζεται με αυταρχικά μέτρα καταστολής από την κεντρική εξουσία που κάτω από την απειλή των προστίμων για τους ΧΑΔΑ «επείγεται» για λύσεις, και αδιαφορεί για την όποια κοινωνική συναίνεση
Αν μελετήσει κανείς σε βάθος το πρόβλημα των σκουπιδιών και δει επιτυχημένα
παραδείγματα, σοφής διαχείρισης τους, σε άλλες χώρες, καταλήγει σε δυο βασικά συμπεράσματα.
Πρώτο συμπέρασμα: Χρειάζεται μια σφαιρική προσέγγιση για να δρομολογηθούν σωστές λύσεις. Το να κραυγάζει κανείς για παράδειγμα ότι το πρόβλημα των σκουπιδιών λύνεται μόνο με ανακύκλωση είναι όχι απλώς ανεδαφικό αλλά και επικίνδυνο! Ξέρουμε ότι αν και η ανακύκλωση είναι φυσικά μια επιθυμητή, οικολογικά συμβατή, λύση δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε δραστική μείωση της ποσότητας των απορριμμάτων. Για παράδειγμα χώρες όπως η Δανία που έχει από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανακύκλωσης, (περίπου 41%), συγχρόνως έχει και την μεγαλύτερη στην ΕΕ κατά κεφαλή παραγωγή υπολειμμάτων (δηλαδή υλικών που καταλήγουν σε καύση ή ταφή), περίπου 417 Kg/ κάτοικο το έτος.
Η μόνη ολοκληρωμένη, σφαιρική προσέγγιση που απαντά στο πρόβλημα των σκουπιδιών σε όλα τα επίπεδα, είναι η πολιτική των μηδενικών αποβλήτων. Με δύο λόγια θα περιέγραφε κανείς τα μηδενικά απόβλητα ως το σύνολο εκείνων των πολιτικών που συμβάλλουν στην μείωση της ποσότητας και επικινδυνότητας των απορριμμάτων, με μέγιστη εξοικονόμηση φυσικών πόρων και την εισαγωγή μιας κυκλικής οικονομίας (που μιμείται τους φυσικούς κύκλους) για όλα τα χρησιμοποιούμενα υλικά.
Οι πολιτικές μηδενικών αποβλήτων περιλαμβάνουν με σειρά προτεραιότητας:
α) την πρόληψη, δηλαδή τον βιομηχανικό σχεδιασμό προϊόντων ώστε να εξασφαλίζεται η αποδοτικότερη (ελάχιστη) χρήση φυσικών πόρων και ενέργειας. Όλα τα σχεδιαζόμενα Προϊόντα πρέπει να τηρούν τις εξής προϋποθέσεις: να έχουν μεγάλο χρόνο ζωής, να επιδιορθώνονται εύκολα, να είναι φτιαγμένα αποκλειστικά από ανανεώσιμους φυσικούς πόρους , να μην περιέχουν επικίνδυνες ουσίες (για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον), να είναι εύκολο να αποσυναρμολογηθούν για να επαναχρησιμοποιηθούν, ενώ ότι δεν επαναχρησιμοποιείται θα πρέπει να ανακυκλώνεται ή να κομποστοποιείται (βιοαποικοδομήσιμα προϊόντα). Πολιτικές πρόληψης περιλαμβάνουν την κοστολόγηση των προϊόντων με ενσωμάτωση του συνολικού περιβαλλοντικού κόστους όπως προκύπτει από την ανάλυση του κύκλου ζωής τους, την κατάργηση της υπερβολικής συσκευασίας (πχ πλαστική τσάντα μιας χρήσης), την επιβολή φόρων σε προϊόντα που έχουν «βαρύ» οικολογικό αποτύπωμα, την οικολογική σήμανση προϊόντων φιλικών στο περιβάλλον και τον άνθρωπο, κ.α.
β) την προώθηση της επαναχρησιμοποίησης προϊόντων, για παράδειγμα ρούχων, παιγνιδιών, επίπλων, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, ως μια βιώσιμη οικονομική δραστηριότητα που σε τοπικό επίπεδο μπορεί να δημιουργήσει 50πλάσιες θέσεις εργασίας ανά τόνο υλικών που επαναχρησιμοποιούνται, συγκριτικά με την ταφή ή την καύση ίσης ποσότητας υλικών. Καλά παραδείγματα τέτοιων επιχειρήσεων έχουμε στην Φλαμανδία, όπου εφαρμόζεται ίσως το πιο επιτυχημένο πρόγραμμα μείωσης απορριμμάτων στην Ευρώπη.
γ) την ανακύκλωση όλων των υλικών που δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν. ¨
Έτσι μέσω της πρόληψης, επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης όλα τα υλικά (φυσικοί πόροι) εντάσσονται σε μια κυκλική οικονομία και τίποτε δεν πάει χαμένο.
Δεύτερο συμπέρασμα: Προϋπόθεση βιώσιμων λύσεων για τα σκουπίδια είναι η συγκρότηση και εφαρμογή σχεδίων διαχείρισης απορριμμάτων σε τοπική κλίμακα (επίπεδο δήμου) και όσο γίνεται πιο κοντά στον πολίτη, με την θεσμική συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων κοινωνικών φορέων, και μέσω ενός οδικού χάρτη εφαρμογής με ποσοτικούς στόχους μείωσης διαφόρων κατηγοριών αποβλήτων μέσα σε καθορισμένα χρονοδιαγράμματα και με εξεύρεση επαρκών πόρων. Τα σχέδια διαχείρισης πρέπει να είναι αποτέλεσμα συναίνεσης και διαβούλευσης όλων των εμπλεκόμενων κοινωνικών φορέων (δημοτικές αρχές, δημοτικοί σύμβουλοι, επιχειρήσεις, έμποροι, καταστηματάρχες, εκπαιδευτικοί, οικολογικές οργανώσεις, φορείς πολιτών, επιστήμονες).”