Πρόσφατα, ανακοινώθηκε ότι η πανέμορφη Ωραία Κοιμωμένη του Γιαννούλη Χαλεπά, το πιο διάσημο και σημαντικό γλυπτό της σύγχρονης Ελλάδας θα μετακινηθεί από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε ειδικό χώρο συντήρησης γλυπτών και ότι πρόκειται να μεταφερθεί οριστικά στη Γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης.
Απόφαση που εγείρει έντονους προβληματισμούς στη κοινή γνώμη. Όταν επιτύμβια γλυπτά μετακινούνται από τα κοιμητήρια, όχι μόνο χάνουν το ιστορικό συγκείμενο τους, αλλά χάνουν και την ταυτότητά τους ως σηματοδότες ενός τάφου. Είναι άραγε η ταφική τέχνη ένα είδος «ειδικής» τέχνης που δεν πρέπει να αγγίζεται από τη στιγμή που συνοδεύει έναν νεκρό, είναι ένα είδος «λεπτής» τέχνης που θα έπρεπε να συντηρείται για πάντα επιτόπια; Ποιος παίρνει τις αποφάσεις; Είναι ή θα έπρεπε να είναι μια τέχνη ταμπού; Υπάρχουν 12.000 τάφοι στο Πρώτο Νεκροταφείο, 700 από τους οποίους διακρίνονται για την αισθητική και καλλιτεχνική τους αξία,εάν αρχίσει αυτή η τακτική, σε λίγο θα πρέπει να αφαιρούμε και άλλα γλυπτά για λόγους προστασίας και θα αποψιλωθεί το νεκροταφείο ;
Η κοινή γνώμη είναι μάλλον διχασμένη και δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών επιστημόνων περί της μετακίνησής της ή όχι.
Το γλυπτό
Στο έργο απεικονίζεται σε αρχαιοπρεπή κλίνη η νεαρή κοπέλα ζωντανή, την ώρα που ψυχορραγεί. Το σώμα της κείτεται πάνω στο κρεβάτι, με φυσικότητα και χάρη. Εξαιρετικής κατεργασίας, σαν από ύφασμα και όχι από συμπαγές υλικό, από μάρμαρο, είναι οι πτυχώσεις του σεντονιού που πέφτει και καλύπτει το νεανικό, σφριγηλό κορμί. Αμέσως αισθάνεται κανείς τη θλίψη να τον διαπερνά. Το πρόσωπο της κοπέλας μοιάζει ακόμα ροδαλό. Η κεκοιμημένη του Χαλεπά θέλει να μείνει στη ζωή! Το μαξιλάρι της είναι ψηλότερα βαλμένο, σαν να το έχει βάλει για να κοιμηθεί ανετότερα. Την όλη χαλάρωση της στάσης της την επιτείνουν τα μισάνοιχτα χείλη της και η μαλακή κάμψη του αριστερού ποδιού της σε λανθάνουσα κίνηση. Μοναδική υπόμνηση του θανάτου της, ο σταυρός που κρατάει με το αριστερό χέρι στο στήθος.
Ο δημιουργός
Ακόμα και ο πιο ανίδεος παρατηρητής των γλυπτών που υπάρχουν στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας, δε μπορεί παρά να σταθεί και να παρατηρήσει την εκφραστικότητα ενός, ίσως του πιο διάσημου γλυπτού του Γιαννούλη Χαλεπά, της Κοιμωμένης του. Ο Χαλεπάς στέκεται ισάξιος ενός Ροντέν, όχι μόνο για την εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων στα έργα του αλλά και γιατί διαδραμάτισε ένα σπουδαίο και καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική Τέχνη. Οι μεταγενέστεροι καλλιτέχνες θεωρούν ότι με την «Κοιμωμένη» ο Χαλεπάς υπερβαίνει την παράδοση. Δίνοντας γόνιμα ερεθίσματα και στις επόμενες συνθέσεις άλλων καλλιτεχνών. Πέρα όμως από την καλλιτεχνική αξιολόγηση του μνημείου σημαντική είναι και η πολιτισμική του αξιολόγηση, καθώς συμβάλλει στην υπενθύμιση της εθνικής μας ταυτότητας. Βλέποντας την «Κοιμωμένη» του Χαλεπά αντιλαμβανόμαστε όλη την απόσταση που διανύει από το εργαστήρι του καλλιτέχνη της αρχαιότητας ως τη σύγχρονη εποχή. Αναπόφευκτα γίνονται συγκρίσεις και είναι ολοφάνερη η συνέχεια που υπάρχει με το ιστορικό παρελθόν. Έτσι αποτυπώνεται η ιστορική συνέχεια από τους μεγάλους γλύπτες της αρχαϊκής, κλασικής, ελληνιστικής εποχής. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται όχι μόνο η οργανική ένταξη του μνημείου στη σύγχρονη εποχή, αλλά ενδυναμώνεται η επιθυμία για τη διατήρησή της εθνικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Η δίκη
Μάλλον η πλέον ιδιότυπη και χωρίς προηγούμενο στα δικαστικά χρονικά δίκη πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 1950, σε έναν τάφο του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών! Δεν ήταν βεβαίως ένα τυχαίο μνήμα, αλλά εκείνο της «Κοιμωμένης» του Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938). Επάνω λοιπόν από αυτό το μνήμα παρατάχθηκαν δικαστικοί, δικηγόροι, ενάγοντες, εναγόμενοι και πολλοί περίεργοι.Διάδικοι ο Στρατηγός Χατζημιχάλης, εξ αγχιστείας απόγονος της οικογένειας Αφεντάκη, και εκπρόσωποι του Δήμου Αθηναίων. Αντικείμενο της δίκης το αίτημα του πρώτου να μεταφερθεί η περίφημη «Κοιμωμένη» στην Τήνο, πατρίδα του δημιουργού της, διότι κινδύνευε από φυσικές φθορές και δολιοφθορές. Κάποιος διεστραμμένος είχε ρίξει «άκουα φόρτε» στο γλυπτό, προκαλώντας σοβαρές βλάβες στην επιφάνειά του.
«Η Κοιμωμένη είναι περιουσία μου και θα έρθω να την πάρω διά της βίας», απειλούσε ο Στρατηγός.. Αποκαλύφθηκε δε, κατά τη διάρκεια της υπαίθριας δίκης, ότι ο Στρατηγός είχε καταστρώσει και σχέδιο να απαγάγει νύχτα την «Κοιμωμένη»!
Ωστόσο, το δικαστήριο χάλασε τα σχέδιά του, αποφασίζοντας ότι το έργο δεν μπορεί να αποσπαστεί από τον τάφο, οι κληρονόμοι δεν είχαν δικαίωμα ν’ απομακρύνουν το άγαλμα από τη θέση του και υποχρεώθηκαν να καταβάλουν και 250.000 δραχμές για τα έξοδα της δίκης.
Ποιανού είναι το “κορίτσι”;
Η νεαρή κοπέλα πέθανε σε ηλικία 18 ετών από φυματίωση. Ήταν απόγονος γνωστής και εύπορης οικογένειας της Κιμώλου. Ο τελευταίος συγγενής της οικογένειας Αφεντάκη κληροδότησε το γλυπτό στο Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) υπό τον όρο να μεταφερθεί σε κάποιο μουσείο για την προστασία του και να αντικατασταθεί από ένα αντίγραφο insitu. Τα πράγματα περιπλέκονται καθώς με την ανακοίνωση της μετακίνησής της Κοιμωμένης, περισσότεροι κληρονόμοι εμφανίστηκαν. Ανάμεσα σε άλλους, το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου ενημέρωσε το ΥΠΠΟ ότι έχει στην κατοχή του διαθήκη με την οποία το γλυπτό του Χαλεπά είναι στην ιδιοκτησία του, επίσης, με διαθήκη συγγενούς της οικογένειας. (Ενδεχομένως να φαντάζει κάπως ειρωνικό το γεγονός ότι το ίδιο ίδρυμα διέκοψε την υποτροφία που χορηγούσε στον Χαλεπά για τις σπουδές του στο Μόναχο το 1876). Ένα χρόνο μετά, το χειμώνα του 1877 ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Το Ίδρυμα «ζητά τη μεταφορά σ’ αυτό, του έργου «Κοιμωμένη» του Τηνίου Γλύπτη και Υποτρόφου του Ιερού Ιδρύματος, Γιαννούλη Χαλεπά και την ένταξή του στην υφιστάμενη εκεί συλλογή έργων του μεγάλου αυτού μαῒστορος της Γλυπτικής, ως μοναδικός νόμιμος κύριος του συγκεκριμένου έργου, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 4371/07.08.1952 Συμβολαίου Δωρεάς εν ζωή του Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Ζαρρή, με το οποίο ο νόμιμος Κληρονόμος του έργου, αντιστράτηγος εν αποστρατεία Χρήστος Χατζημιχάλης, το δώρισε στο Ιερό Ίδρυμα, «προς τον σκοπόν να τοποθετήσει τούτο πλησίον του Οίκου της Παρθένου» (Ρομφαία, 4/5/2017).
Για την ώρα, η νομική υπηρεσία του ΥΠΠΟ ερευνά σε ποιον «ανήκει» το κοιμώμενο κορίτσι..
Η επιστήμη και το θεσμικό πλαίσιο
Η συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς κηρύττει την ελάχιστη παρέμβαση. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: Δεν είναι παρέμβαση η μετακίνηση ενός επιτύμβιου γλυπτού από τον τάφο για τον οποίο προοριζόταν και συντρόφευε επί αιώνες; Δεν είναι απειλή για το εννοιολογικό φορτίο του γλυπτού η απομάκρυνσή του από τον αυθεντικό του χώρο; Ενδιαφέρον έχει να θυμηθούμε ότι τον Δεκέμβρη του 1950, το δικαστήριο έκρινε ότι η Κοιμωμένη έπρεπε να παραμείνει στη θέση της, παρά τη διεκδίκησή της από τον εξ αγχιστείας συγγενή της οικογένειας Αφεντάκη, ο οποίος επιθυμούσε την μετακίνησή της στην Τήνο.
Ο Cesare Brandi στην Θεωρία της Συντήρησης περιγράφει την αποκατάσταση ως «τη μεθοδολογική στιγμή της αναγνώρισης του έργου τέχνης στη φυσική του σύσταση και στη διπλή πολικότητά του, αισθητική και ιστορική, ενόψει της μεταβίβασής του στο μέλλον».
Είναι το μέλλον πιο σημαντικό από το παρελθόν; Θα έπρεπε να παρεμβαίνουμε με οποιοδήποτε ψυχολογικό, ηθικό ή συναισθηματικό τίμημα, ώστε να μεταβιβάσουμε τα αντικείμενα τέχνης στο μέλλον; Είναι η ταφική τέχνη ένα είδος «ιερής» τέχνης που θα έπρεπε να συντηρείται μόνο insitu;
Η πρόθεση του αναθέτη του έργου στον Χαλεπά ήταν να κάνει τέχνη, όπως την αντιλαμβανόμαστε, ή να κάνει ένα γλυπτό που θα σηματοδοτεί τον τάφο της χαμένης κόρης που θα την θυμίζει σαν να κοιμάται;
Η χάρτα της Βενετίας επισημαίνει την ανάγκη συντήρησης των μνημείων (ICOMOS). Το 1968, το πέμπτο άρθρο του αναγκαστικού νόμου ορίζει πως: «Τα επί των τάφων μνημεία, τα αφιερωμένα εις μνήμην τεθνεώτων, έχοντα την έννοιαν εκδηλώσεως θρησκευτικού σκοπού, χαρακτηρίζονται ως πράγματα εκτός συναλλαγής, μη επιτρεπόμενης εντεύθεν της εκποιήσεως, υποθηκεύσεως ή κατασχέσεως αυτών ως και της μεταβολής του προορισμού των» (Αναγκ. Νόμος υπ’ αριθ. 582, 1968, ό.π., Άρθρ. 5).
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς για τη “κοιμωμένη” του
Ο Στρατής Δούκας περιγράφει την επίσκεψη του Γιαννούλη Χαλεπά στο νεκροταφείο, στα 1930, για να δει μετά από πολλά χρόνια την “Κοιμωμένη”:
“Ήταν τόσος ο συνωστισμός, που χρειάστηκε να επέμβουν οι φύλακες, για να κυκλοφορεί ελεύθερα. Φωτορεπόρτερ, σκιτσογράφοι, δημοσιογράφοι αντιπρόσωποι όλων των τάξεων. Ο ερχομός του είχε κάνει να ξεσηκωθεί ολόκληρη η Αθήνα. Ο κόσμος ήταν περίεργος να δει την αντίδραση του, τι στάση θα τηρούσε μπροστά στο αθάνατο έργο του. Από φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν -γιατί ο συνωστισμός του κόσμου ήταν αδιαπέραστος- πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώριζε όλα, τα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν, τέλος, κατά τις 7 το βράδυ έφθασε μπροστά της, ζήτησε να του ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του, κι απ’ το ρυτιδωμένο του μέτωπο πέρναγαν χίλιες εικόνες. Τα μάτια του μια βούρκωναν, μια γέλαγαν και μια κατσούφιαζαν. Μια ταραχή, μια πάλη γινόταν μέσα του και τα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε στο πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νιότης του, μαρτυρούσαν πως φοβόταν μην προδοθεί. Κάποιος, τότε, του ‘πε: “Λένε πως την έπλυναν με άκουα φόρτε και χάλασε”. Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηριζόταν απάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: “Δεν χαλάει!””.
Επίλογος
Υπάρχει κάτι απόκοσμο και γαλήνιο στα παλιά κοιμητήρια με τα αυθεντικά τους έργα. Όσοι τάσσονται κατά της μετακίνησης γλυπτών από εκεί σε μουσεία, πιστεύουν ότι γύψινα αντίγραφα των γλυπτών δεν μπορούν να επικοινωνήσουν την ίδια, ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.
Μένει να δούμε αν και με ποια εξήγηση θα διαταραχθεί ο ύπνος της κόρης και πως θα υπερκεραστούν οι ηθικοί και πολιτισμικοί προβληματισμοί που εμπλέκονται στην μετακίνηση ταφικών γλυπτών από τον χώρο του νεκροταφείου, χωρίς να ξεχνάμε αυτό που έγραφε ο Νίτσε «…Και εκείνους που τους είδαν να χορεύουν, τους πέρασαν για τρελούς, αυτοί που δεν μπορούσαν να ακούσουν τη μουσική…»