Του κ. Δημήτρη Κωτσάκη, Δημοτικού Συμβούλου Χαλανδρίου
Το κείμενο περιέχει τις βασικές έννοιες της ομιλίας του Δημοτικού Συμβούλου Χαλανδρίου, κ. Δημήτρη Κωτσάκη, στη συνάντηση που διοργάνωσε η δημοτική συνεργασία ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ και οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ στις 13 Δεκεμβρίου του 2011 στο Κέντρο Νεότητας του Δήμου Χαλανδρίου, για την παρουσίαση του βιβλίου Σκέψεις για την άμεση δημοκρατία του Γιώργου Λιερού.
Κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση και Κοινωνική οικουμενικότητα
Θα χρησιμοποιήσω δύο όρους για να διακρίνω δύο διαλεκτικά αντιτιθέμενες καταστάσεις: τον όρο κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση, αναφερόμενος στο κυρίαρχο καθεστώς, και τον όρο κοινωνική οικουμενικότητα, αναφερόμενος στο αναπτυσσόμενο κοινωνικό κίνημα. Με τον δεύτερο όρο εννοώ ότι «μία είναι η πατρίδα όλων, η γη ολόκληρη, και ένα σπίτι είναι ο κόσμος», όπως έλεγαν οι επικούρειοι πριν από 23 αιώνες. Αλλά ο όρος «παγκοσμιοποίηση» είναι αμφιλεγόμενος. Υπάρχει μια αντιπαράθεση. Από τη μια πλευρά είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν τον όρο λέγοντας ότι στο τέλος του αιώνα που διανύουμε δεν θα υπάρχουν εθνικές οικονομίες. Η νέα τεχνολογία (ηλεκτρονική), η νέα σχέση του χρηματικού κεφαλαίου με το παραγωγικό (κυριαρχία του χρηματικού) και η νέα σχέση παραγωγικού και εμπορικού κεφαλαίου σε αυτό το πλαίσιο, καθιστούν τα κρατικά σύνορα χωρίς οικονομική υπόσταση. Και από την άλλη, είναι εκείνοι που λένε το αντίθετο απορρίπτοντας τον όρο. Ξεκινώντας από το ότι οι σύγχρονες οικονομίες όχι μόνο δεν είναι περισσότερο διεθνοποιημένες, σε σύγκριση με αυτές των αρχών του προηγούμενου αιώνα, αλλά στους περισσότερους τομείς είναι λιγότερο διεθνοποιημένες, λένε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι κενή περιεχομένου ως έννοια διακεκριμένη από διεθνοποίηση που είναι εγγενής στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, καθώς το σημερινό στάδιο της διεθνοποίησης δεν διαφέρει δομικά από τα προηγούμενα ιστορικά της στάδια. Σε ό,τι λέω εδώ η παγκοσμιοποίηση διαφέρει δομικά από τη διεθνοποίηση και η διαφορά αυτή συνίσταται στα εξής δύο: (α) κατ’ αντίθεση με την πρώτη από τις παραπάνω προσεγγίσεις, τα κρατικά σύνορα διατηρούν την οικονομική τους υπόσταση, αλλά (β) κατ’αντίθεση και με τη δεύτερη προσέγγιση, η πολιτειακή συγκρότηση της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας σε κράτος και η οικονομική της οργάνωση υπερβαίνουν το εθνικό επίπεδο —η κρατική δομή σήμερα είναι τριαδική: τοπική, εθνική και υπερεθνική. Το υπερεθνικό μέρος της δομής αυτής όμως, εντός του οποίου αίρεται η εθνική κυριαρχία, έχει μεν παγκόσμιο αλλά όχι οικουμενικό χαρακτήρα. Δηλαδή έχει τον χαρακτήρα μιας παγκόσμιας κρατικής δικτύωσης, παράλληλης με άλλες ανισόμετρα και ανταγωνιστικά αναπτυσσόμενες δικτυώσεις. Δεν έχει τον χαρακτήρα ενός παγκόσμιου κράτους. Αστική δημοκρατία και ολιγαρχία του πλούτου Η παγκοσμιοποίηση, με αυτή την έννοια του όρου, συνδέεται με μια καθοριστική πολιτειακή διεργασία: την ανατροπή της αστικής δημοκρατίας από την ολιγαρχία του πλούτου. Το αναδυόμενο τριαδικό κράτος είναι ολιγαρχικό, όχι δημοκρατικό· και η ολιγαρχία αυτή είναι —δεν μπορεί παρά να είναι στο κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σύστημα— ολιγαρχία του πλούτου. Και είναι ολιγαρχικό το αναδυόμενο κράτος και στα τρία επίπεδα της συγκρότησής του: το υπερεθνικό, το μη κυρίαρχο εθνικό και το υπό διττή κυριότητα, εθνική και υπερεθνική, τοπικό.
Λίγοι είναι σήμερα εκείνοι που έχουν συνείδηση της ολιγαρχικής ανατροπής. Για πολλούς δεν υπάρχει παρά μια «κρίση της δημοκρατίας», που οφείλεται στη φθορά του πολιτικού συστήματος και τη διαφθορά των πολιτικών. Και η κρίση αυτή θέτει ως καθήκον την «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Και επειδή στη σύγχρονη «δημοκρατία», «δήμος» ήταν το έθνος στο καθεστώς της εθνικής κυριαρχίας, το καθήκον είναι η αποκατάσταση του δημοκρατικού εθνικού κράτους. Όλο το πολιτικό φάσμα εκπροσωπείται στην άποψη αυτή. Με ένα μέρος της αριστερής του πτέρυγας να θεωρεί ότι η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» σήμερα έχει ως συνθήκη τον ταξικό μετασχηματισμό της εθνικής δημοκρατίας από «αστική» σε «εργατική». Όσοι σκεπτόμενοι με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουν την παγκοσμιοποίηση, τη συνδέουν με την «κρίση της δημοκρατίας». Γι’ αυτούς το αίτημα της «αποκατάστασης της δημοκρατίας» διαμεσολαβείται από την «αποπαγκοσμιοποίηση»: την επιστροφή στο εθνικό κράτος. Υπάρχουν όμως, όπως είπαμε, και εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν την παγκοσμιοποίηση. Γι’ αυτούς το αίτημα «αποκατάστασης της δημοκρατίας» είναι άμεσο.
Αλλά είμαστε και εμείς που έχουμε συνείδηση ότι η επιστροφή στο εθνικό παρελθόν δεν είναι παρά μια ιδεολογική πλάνη, δεν έχει πραγματική βάση. Και ότι αυτό ισχύει τόσο για τις εντός του συστήματος πολιτικές κινήσεις που διαχειρίζονται τη νέα μεγάλη του κρίση, όσο και για το αντιτιθέμενο προς το σύστημα κοινωνικό κίνημα, που υπερβαίνει τη σημερινή κατάσταση. Εμείς που θεωρούμε ότι η επιστροφή στο καθεστώς της εθνικής κυριαρχίας δεν είναι δυνατή —ότι η τριαδική δομή, τοπική-εθνική-υπερεθνική, είναι η τελική δομή του σύγχρονου κράτους— εμείς, λοιπόν, θεωρούμε επίσης ότι δεν είναι δυνατή η επιστροφή στο καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της δημοκρατίας που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας.
Άμεση δημοκρατία
Το τέλος της εθνικής κυριαρχίας και της αντίστοιχης προς αυτήν αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι για μας η αρχή της άμεσης δημοκρατίας. Στην ολιγαρχία του πλούτου, την πολιτεία που διαδέχεται σήμερα την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν αντιτίθεται η φθαρμένη πλέον αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά η αναδυόμενη από τα πολιτικά χαλάσματα της φθοράς άμεση δημοκρατία.
Ο όρος «άμεση δημοκρατία», στην επίσημη πολιτική συζήτηση, αναφέρεται συνήθως σε μια εκδοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κατά την οποία οι πολιτικοί αντιπρόσωποι βρίσκονται σε άμεση σχέση με τους πολίτες κατά δύο τρόπους: πρώτον, το δημοψήφισμα, που προκηρύσσεται από τη βουλή των αντιπροσώπων ή με πρωτοβουλία των πολιτών σε ζητήματα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας· δεύτερον, με τη συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Η έννοια της άμεσης δημοκρατίας εδώ είναι διαφορετική: άμεση δημοκρατία είναι η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ σε αντιδιαστολή με την ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Κράτος και κοινωνικός χώρος
Για να συζητηθεί η διαφορά ανάμεσα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε όλες τις εκδοχές της —της λεγόμενης «άμεσης δημοκρατίας» συμπεριλαμβανόμενης— και στη δημοκρατία των προσώπων —τη χωρίς εισαγωγικά άμεση δημοκρατία— πρέπει να γίνει κατανοητή η διαφορά ανάμεσα στον πολιτικό χώρο, που είναι μέρος του κράτους και τον δημόσιο χώρο που είναι μέρος του κοινωνικού χώρου. Γιατί η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ενώ η άμεση δημοκρατία είναι ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Ας δούμε, λοιπόν, τη διαφορά ανάμεσα στο κράτος και τον κοινωνικό χώρο.
Ο Γκράμσι ορίζει το κράτος ως ενότητα της ιδιωτικής κοινωνίας (società civile) και της πολιτικής κοινωνίας (società politica). Στη διαίρεση αυτή του κράτους η ιδιωτική κοινωνία συγκροτείται μέσω της διαπλοκής μιας πολλαπλότητας σχέσεων της ιδιωτικής εξουσίας, προσωπικών, οικονομικών και ιδεολογικών. Ενώ η πολιτική κοινωνία συγκροτείται από τη διαλεκτική των σχέσεων της διττής πολιτικής εξουσίας: της εξουσία της πολιτείας πάνω στους υπηκόους (πολίτες ή μη), τη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, και της εξουσίας των πολιτών πάνω στην πολιτεία, που εκτείνεται από τον ορισμό των πολιτικών αντιπροσώπων έως την ανατροπή του πολιτεύματος. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, το κράτος ορίζεται από τη διαλεκτική ιδιωτικό/πολιτικό, ως διαλεκτική της κρατικής εξουσίας. Ο κοινωνικός χώρος, από την άλλη πλευρά, ορίζεται από τη διαλεκτική προσωπικό/δημόσιο, ως διαλεκτική της ανθρώπινης επικοινωνίας. Πέρα από τη διαλεκτική της κρατικής εξουσίας, πριν από αυτήν, συγχρόνως με αυτήν και μετά το ενδεχόμενο τέλος της, υπάρχει μια διαλεκτική της ανθρώπινης επικοινωνίας κατά την οποία ο κοινωνικός χώρος διακρίνεται σε προσωπικό και δημόσιο. Προσωπικός χώρος, είναι ο χώρος στον οποίο το κοινωνικό υποκείμενο συγκροτείται σε ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Δημόσιος χώρος είναι ο χώρος στον οποίο πραγματώνεται η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ των κοινωνικών υποκειμένων, όπου το καθένα συναντά το κάθε άλλο. Χαρακτηριστικοί χώροι στη διαλεκτική αυτή, είναι ο προσωπικός χώρος του σπιτιού και ο δημόσιος χώρος της πόλης. Οι δύο καταστατικές περιοχές του κοινωνικού χώρου, η δημόσια και η προσωπική, αλληλοεξαρτώνται κυκλικά: το κοινωνικό υποκείμενο συγκροτείται σε ελεύθερο πρόσωπο μόνο υπό τον όρο της ελεύθερης συνάντησής του με άλλα κοινωνικά υποκείμενα· και, συμμετρικά, η ελεύθερη συνάντηση των κοινωνικών υποκειμένων υπάρχει μόνο υπό τον όρο ότι τα κοινωνικά υποκείμενα είναι συγκροτημένα σε ελεύθερα πρόσωπα. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους ενηλίκους, ισχύει και για τα παιδιά από τη στιγμή που αρχίζουν να περπατάνε. Η σημασία της κυκλικότητας είναι ότι η ελευθερία του προσώπου δεν είναι ατομική ελευθερία, είναι κοινωνική ελευθερία.
Το κράτος, λοιπόν, καθορίζεται από τη διάκριση της κρατικής εξουσίας σε ιδιωτική και πολιτική, στην οποία αναφέρεται η διάκριση ιδιωτικό/πολιτικό. Ενώ ο κοινωνικός χώρος καθορίζεται από τη διάκριση της κοινωνικής ελευθερίας σε ελευθερία του προσώπου και ελευθερία της συνάντησης των προσώπων, στην οποία αναφέρεται η διάκριση προσωπικό / δημόσιο.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να παρατηρήσω ότι η κυριαρχούσα στον πολιτικό και τον επιστημονικό λόγο μονοδιάστατη διάκριση ιδιωτικό/δημόσιο είναι συγχυτική των δύο διακρίσεων που μόλις έκανα: ιδιωτικό/πολιτικό και προσωπικό/δημόσιο. Και ότι η σύγχυση αυτή έχει μια ιδεολογική χρησιμότητα καθώς οδηγεί στην ταύτιση του δημόσιου με το πολιτικό. Δηλαδή, αφαιρεί από τη συζήτηση την εκτός του πολιτικού περιοχή του δημόσιου, την περιοχή του συλλογικού, που είναι καθοριστική για την ανάπτυξη της άμεσης δημοκρατίας.
Αλλά ο κοινωνικός χώρος, ως χώρος της κοινωνικής ελευθερίας, δεν αποκλείει την εξουσία εν γένει, αποκλείει την κρατική εξουσία. Πρέπει συνεπώς να διακρίνουμε τις δύο αυτές μορφές εξουσίας: την κρατική και την κοινωνική. Και για να το κάνουμε θα χρειαστούμε τη διάκριση των κοινωνικών σχέσεων σε δύο επίπεδα: το επίπεδο των σχέσεων παραγωγής της κοινωνικής ζωής και το επίπεδο των σχέσεων αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος. Στην κρατικά συγκροτημένη κοινωνία, η διάκριση παίρνει την ακόλουθη μορφή: (α) Η παραγωγή της κοινωνικής ζωής είναι το περιεχόμενο των προσωπικών και των οικονομικών σχέσεων (β) Η αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος διακρίνεται σε (β1) αναπαραγωγή των κοινωνικών υποκειμένων που είναι το περιεχόμενο των ιδεολογικών σχέσεων και (β2) αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων που είναι το περιεχόμενο των πολιτικών σχέσεων. Έχουμε έτσι το τριαδικό σχήμα της κρατικής δημόσιας εξουσίας: οικονομική-ιδεολογική-πολιτική εξουσία. Θα αφήσουμε εκτός αυτής της συζήτησης το εξαιρετικά σημαντικό θέμα της προσωπικής εξουσίας —συμπληρωματικής προς τη δημόσια εξουσία.
Κρατική και κοινωνική δημόσια εξουσία
Περνάμε στη διαφορά ανάμεσα στην κοινωνική δημόσια εξουσία, που ασκείται από την άμεση δημοκρατία, από την κρατική δημόσια εξουσία, που ασκείται από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν, η ασκούμενη από την άμεση δημοκρατία εξουσία διασφαλίζει την ελευθερία του προσώπου στην πληρότητά της ως κοινωνική ελευθερία. Δηλαδή, διασφαλίζει την ελευθερία του προσώπου ως ελευθερία στον Εαυτό του και στη συνάντησή του με τον Άλλο. Το σημαντικό εδώ είναι η ολότητα των κοινωνικών συναντήσεων, την ελευθερία της οποίας διασφαλίζει η άμεση δημοκρατία. Δηλαδή, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ολότητα αυτή είναι διττή: είναι η ολότητα των συναντήσεων για την παραγωγή της κοινωνικής ζωής και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος, με την έννοια της αναπαραγωγής υποκειμένων και σχέσεων. Ας μείνουμε σε αυτό το σχήμα της ολότητας των συναντήσεων.
Φαίνεται τώρα καθαρά η έννοια με την οποία η άμεση δημοκρατία είναι κοινωνική. Διέπει την παραγωγή της κοινωνικής ζωής και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος στην ολότητα των σχέσεών τους έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ελευθερία του προσώπου στην πληρότητά της. Η κοινωνική εξουσία της άμεσης δημοκρατίας, όταν απαιτείται, διασφαλίζει την ελευθερία, με την επικούρεια έννοια της άρνησης της αναγκαιότητας και, εν προκειμένω, διασφαλίζει την κοινωνική ελευθερία σε αντίθεση με τον κοινωνικό καταναγκασμό. Λέω «όταν απαιτείται» γιατί σε αντίθεση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που είναι μια σχέση κρατικής εξουσίας, η άμεση δημοκρατία δεν είναι, αντίστοιχα, σχέση κοινωνικής εξουσίας. Η άμεση δημοκρατία είναι σχέση ανθρώπινης επικοινωνίας η οποία οριακά μόνο γίνεται σχέση εξουσίας. Και ποιό είναι αυτό το όριο; Η επίθεση στην κοινωνική ελευθερία —την ελευθερία του προσώπου στην πληρότητά της.
Μια παρατήρηση στο σημείο αυτό. Σε αντίθεση με την επικούρεια έννοια της ελευθερίας ως άρνηση της αναγκαιότητας υπάρχει η στωική έννοιά της ως συνείδηση της αναγκαιότητας: «εκείνον που θέλει οι μοίρες τον οδηγούν, εκείνον που δεν θέλει τον σέρνουν», έλεγε ο Κικέρωνας. Η παρατήρηση δε έχει ως στόχο τις «μοίρες» των αρχαίων στωικών αλλά την «ιστορία» των σύγχρονων «μαρξιστών» —των «μαρξιστών» και όχι του Μαρξ, η διδακτορική διατριβή του οποίου ήταν στον Επίκουρο. Η θεμελιώδης θέση των όσων λέγονται εδώ είναι ότι η ιστορία ούτε οδηγεί ούτε σέρνει κανέναν. Η ιστορία ορίζει εκείνην, ακριβώς, την κοινωνική αναγκαιότητα που ανατρέπει η ελευθερία προκειμένου να είναι κοινωνική ελευθερία, δηλαδή, ελεύθερη συνάντηση των ελεύθερων προσώπων. Είναι η πολιτική εξουσία, αυτή που τελικά —στο όνομα της ιστορίας— οδηγεί και σέρνει.
Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε την κοινωνική εξουσία της άμεσης δημοκρατίας αμυντική, καθώς είναι η εξουσία που απαιτείται για τη διατήρησης της ελευθερίας του προσώπου στην πληρότητά της, σε αντίθεση με την κρατική εξουσία, ιδιωτική ή πολιτική, μέσω της οποίας επιτελείται η καταστολή της ελευθερίας του προσώπου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και που, με αυτήν την έννοια, είναι επιθετική. Αυτό που θα ήθελα να κρατήσω από την αντιδιαστολή των δύο είναι ότι η άμεση δημοκρατία υπάρχει ως εξουσία μόνο απέναντι σε μιαν άλλη εξουσία που στρέφεται κατά της ελευθερίας του προσώπου. Οι πράξεις της άμεσης δημοκρατίας, ως πράξεις κοινωνικής εξουσίας, δεν είναι καθεαυτές εξουσιαστικές, σε αντίθεση με τις πράξεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που, ως πράξεις κρατικής εξουσίας, είναι εξουσιαστικές καθεαυτές.
Και γιατί είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί η κρατική εξουσία θεμελιώνεται στην ιδιοκτησία: την ατομική ιδιοκτησία των ιδιωτών και την κρατική ιδιοκτησία της πολιτείας. Και η ιδιοκτησία, ατομική ή κρατική, είναι μια πράξη εξουσιαστικού αποκλεισμού των άλλων από το αντικείμενό της. Το θέμα είναι πολύ μεγάλο, ας μείνουμε στην προηγούμενη νύξη συνοψίζοντάς την στον ακόλουθο αφορισμό: η κοινωνική εξουσία αξιώνει την ελευθερία του προσώπου, η κρατική εξουσία αξιώνει την ιδιοκτησία. Συμπληρώνοντάς τον με τον ακόλουθο ορισμό: πρόσωπο είναι το υποκείμενο ως τόπος της κοινωνικής ελευθερίας· άτομο είναι το υποκείμενο ως φορέας της ατομικής ιδιοκτησίας. Το υποκείμενο συγκροτείται σε πρόσωπο μέσω της ελευθερίας, το πρόσωπο εξατομικεύεται μέσω της ιδιοκτησίας.
Κεφαλαιοκρατικές είναι οι σχέσεις της ολοκληρωμένης εξατομίκευσης του προσώπου. Κατ’ αυτές: οι κοινωνικές δυνάμεις, οι δυνάμεις παραγωγής της κοινωνικής ζωής στην ολότητά τους, διασπώνται σε υποκειμενικές ικανότητες και αντικειμενικές δυνατότητες· οι υποκειμενικές ικανότητες εξαντικειμενίζονται, εμπίπτοντας στην ιδιοκτησία του φορέα τους εξατομικεύοντάς τον σε εργάτη· η ιδιοκτησία των ικανοτήτων μεταβιβάζεται μέσω της αγοράς στην ατομική ή κρατική ιδιοκτησία των δυνατοτήτων· η ενότητα των κοινωνικών δυνάμεων αποκαθίσταται υπό την ιδιοκτησία των δυνατοτήτων, ατομική στην οικονομία της αγοράς ή κρατική στην κρατική οικονομία, την αναφερόμενη και ως «σοσιαλιστική».
Τα δημόσια σώματα της άμεσης δημοκρατίας
Προσεγγίζοντας την άμεση δημοκρατία με το παραπάνω πνεύμα, τη βλέπουμε να υπερβαίνει την κατά την κρατική εξουσία διάκριση ιδιωτικό/πολιτικό εμμένοντας στην κατά την ανθρώπινη επικοινωνία διάκριση προσωπικό/δημόσιο. Και, μάλιστα, ως δημοκρατία των προσώπων καθιστά τη διάκριση αυτή θεμελιώδη. Πώς γίνεται αυτό στην πράξη; Ποιά είναι τα δημόσια σώματα με τα οποία η άμεση δημοκρατία στον ενιαίο δημόσιο χώρο —έναν χώρο που δεν διαιρείται σε ιδιωτικό και πολιτικό— συνθέτει τις διαφορετικές δραστηριότητες που κατά την κρατική της συγκρότηση η κοινωνία διακρίνει σε ιδιωτικές και πολιτικές;
Κατά το αστικό κράτος, τα σώματα της δημόσιας εξουσίας διακρίνονται σε ιδιωτικά και πολιτικά, κατά τον ακόλουθο τρόπο. Ιδιωτικά είναι τα σώματα της οικονομικής και ιδεολογικής εξουσίας: οι κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις σε κάθε τομέα παραγωγής της κοινωνικής ζωής, οι εκκλησίες κάθε αναγνωρισμένου από την πολιτεία θρησκευτικού δόγματος, και κάθε ιδεολογική συλλογικότητα που δεν εμπίπτει στις δύο προηγούμενες κατηγορίες. Πολιτικά, από την άλλη πλευρά, είναι τα σώματα της πολιτικής εξουσίας, τα νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά σώματα της πολιτείας και τα σώματα των πολιτών.
Ιδιαίτερη σημασία στο αστικό κράτος έχει το παράδοξο του κόμματος. Κατά το πρότυπο αστικό δημοκρατικό κράτος, η ιδεολογία με επίκεντρο τη θρησκεία ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού. Το παράδοξο κόμμα, στο κράτος αυτό, είναι το ιδεολογικοπολιτικό κοινωνικό σώμα που είναι πολιτικό κατά την πολιτική του διάσταση και ιδιωτικό κατά την ιδεολογική. Το παράδοξο του κόμματος αποκαθιστά την ιδεολογικοπολιτική ενότητα της αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος. Αλλά το παράδοξο του κόμματος χαρακτηρίζει την αστική δημοκρατία όχι το αστικό κράτος εν γένει. Το παράδοξο αίρεται από την ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ με την υπαγωγή της πολιτικής στην ιδιωτική εξουσία. Ενώ αντίστροφα, η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ, στο «αριστερό» και το «δεξιό» άκρο του πολιτικού φάσματος, αίρει το παράδοξο με την υπαγωγή της ιδιωτικής στην πολιτική εξουσία.