Εργαζόμενοι φτωχοί: Στον πάτο της ΕΕ το μέσο ωρομίσθιο στην Ελλάδα
Πόσοι είναι οι εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα και πώς υπολογίζονται; Πώς συνδυάζεται η ανάπτυξη της οικονομίας, με το γεγονός ότι η χώρα μας έχει το χαμηλότερο μέσο ωρομίσθιο στην Ευρώπη σε όρους αγοραστικής δύναμης; Πώς γίνεται να μειώνεται το χρέος ως προς το ΑΕΠ, να βελτιώνονται οι επενδυτικές προοπτικές της χώρας και παρ’ όλα αυτά να είμαστε οι δεύτεροι φτωχότεροι στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία;
Σε σχέση με το 2009 το πραγματικό μέσο ωρομίσθιο στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά -23,7% και ακολουθεί η Ουγγαρία με -15%
Το -φαινομενικά- παράδοξο αυτό φαινόμενο ανατέμνει η μελέτη που δημοσιεύει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με θέμα «Σχετική θέση του μέσου ωρομίσθιου και εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα». Η έρευνα υπογράφεται από τον επιστημονικό συνεργάτη του ΚΕΠΕ Βλάση Μισσό και είναι προσβάσιμη εδώ.
Ένα από τα πιο ανησυχητικά ευρήματα είναι ότι όσο αυξάνονται οι ώρες εργασίας στην Ελλάδα, τόσο κατρακυλάει το πραγματικό μέσο ωρομίσθιο. Η εξαήμερη εργασία, που ξεκίνησε επισήμως να εφαρμόζεται από χθες, είναι πολύ πιθανό να επιδεινώσει αυτή την τάση. Εξίσου ανησυχητικό είναι ότι το 23,1% των εργαζόμενων και αυτοαπασχολούμενων διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού της φτώχειας του 2009. Με άλλα λόγια, όταν υπολογίζουμε τους δείκτες φτώχειας με ένα σταθερό όριο – στην περίπτωσή μας με βάση τα εισοδήματα πριν το ξέσπασμα της πολυετούς οικονομικής κρίσης – τότε οι εργαζόμενοι φτωχοί είναι περίπου το 1/4 του πληθυσμού.
Στον πάτο της ΕΕ το ωρομίσθιο στην Ελλάδα
Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζει η έρευνα, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας, υπολογισμένου σε όρους Κοινής Αγοραστικής Δύναμης (Purchasing Power Parities). Πρόκειται για δείκτες που αποτυπώνουν πόσες χρηματικές μονάδες κοστίζει μια συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε διάφορες χώρες – απαλείφοντας τις διαφορές επιπέδων των τιμών μεταξύ των χωρών. Γι’ αυτό και θεωρούνται πιο αξιόπιστοι για τις συγκρίσεις μεταξύ χωρών.
Σύγκλιση με τη Βουλγαρία
Από το 1995 ως και το 2008 η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου ωρομίσθιου στην Ελλάδα ήταν περίπου το 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ και η Ελλάδα βρισκόταν μεταξύ της 8ης και 9ης θέσης, με μια ήπια τάση σύγκλισης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σχεδόν ο ένας στους τέσσερις εργαζόμενους στην Ελλάδα διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού της φτώχειας του 2009
Η τάση σύγκλισης με την ΕΕ ανακόπτεται σταδιακά, ήδη πριν το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ από το 2009 και μετά η απόσταση που μας χωρίζει από το μέσο όρο της ΕΕ μεγαλώνει. Αποκορύφωμα το 2020, έτος που σφραγίστηκε από τις επιπτώσεις της πανδημίας, κατά το οποίο η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει πλέον με εκείνου της Βουλγαρίας. ‘Εκτοτε παραμένουμε στη δεύτερη χειρότερη θέση της ΕΕ.
Δουλεύουμε περισσότερο, πληρωνόμαστε λιγότερο
Όπως σημειώνει ο ερευνητής, η αύξηση των ωρών εργασίας, διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μείωση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Μετά το 2020, όταν υπήρξε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας λόγω των περιοριστικών μέτρων επί Covid-19, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ εκτιμάται σε 3,4%. Στην Ελλάδα ο χρόνος εργασίας ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 9,25%, με τριπλάσιο ρυθμό από ό,τι στην ΕΕ. Πλέον η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη εργάσιμη εβδομάδα στην Ευρωζώνη, ενώ το 2023 είχε τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ των 27.
Παράλληλα, ενώ ο χρόνος εργασίας αυξάνεται, η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων, σε σύγκριση με πριν την κρίση. Σε σχέση με το 2009 το πραγματικό μέσο ωρομίσθιο στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά -23,7% και ακολουθεί η Ουγγαρία με -15%.
«Σε μεγάλο βαθμό η σχετική υποχώρηση του ωρομισθίου θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απόρροια αυτών των δύο αντίρροπων τάσεων», σημειώνει ο αναλυτής.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι δουλεύουμε όλο και περισσότερες ώρες, ενώ η αγοραστική δύναμη του ωρομίσθιου συνεχώς μειώνεται.
Η έρευνα του ΚΕΠΕ αποκαλύπτει ότι ανάλογα με το πώς υπολογίζουμε το κατώφλι φτώχειας στην Ελλάδα, τόσο αυξομειώνονται και τα ποσοστά των εργαζόμενων φτωχών. Ο όρος «εργαζόμενοι φτωχοί» (work in poverty) σύμφωνα με τη Eurostat αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού το οποίο ενώ εργάζεται , με μισθωτή απασχόληση ή αυτοαπασχόληση, έχει ατομικό διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Είναι ένας δείκτης που μας βοηθάει να καταλάβουμε κατά πόσο η εργασία που προσφέρεται σε μία οικονομία δεν μας βοηθάει να ξεφύγουμε από την εισοδηματική φτώχεια.
Το επίσημο κατώφλι της φτώχειας
Με βάση την επίσημη στατιστική μέτρησ,η ως κατώφλι της φτώχειας ορίζεται το 60% του διάμεσου εισοδήματος. Το διάμεσο εισόδημα δεν είναι ο μέσος όρος των εισοδημάτων, αλλά το εισόδημα ενός νοητού προσώπου, που στέκεται ακριβώς στο μέσο της ακολουθίας από το χαμηλότερο ως το υψηλότερο εισόδημα.
Έτσι, το 50% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το διάμεσο εισόδημα, και το 50% πάνω από το διάμεσο εισόδημα. Είναι πιο ασφαλής δείκτης για τον υπολογισμό της φτώχειας και των ανισοτήτων από το μέσο εισόδημα, καθώς δεν επηρεάζεται π.χ. από το αν εικοσαπλασιαστεί το εισόδημα του πλουσιότερου ανθρώπου ενός πληθυσμού.
Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη, από το 2009 έως και το 2015, οι εργαζόμενοι φτωχοί κυμαίνονται στο 14% -15%. Έκτοτε, το ποσοστό μειώνεται και καταλήγει σε λιγότερο από 10% το 2022. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, λιγότεροι από 1 στους 10 εργαζόμενους εκτιμάται ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Όμως κι εδώ υπάρχει ένας λάκκος. «Η προσέγγιση αυτή δε συνάδει με τις εξελίξεις στο επίπεδο των μισθών», σημειώνει ο αναλυτής, παραπέμποντας στα στοχεία που δείχνουν την απόκλιση του μέσου ωρομισθίου στην Ελλάδα από το μέσο ωρομίσθιο της ΕΕ σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Eναλλακτικός δείκτης φτώχειας
Αν θέλουμε να αποτυπώσουμε τη σχετική μείωση των ωρομισθίων, δίνοντας έμφαση στην οικονομική κρίση του 2009, τότε πρέπει να αξιοποιήσουμε εναλλακτικές, αλλά εξίσου επιστημονικά δόκιμες, μεθόδους μέτρησης της φτώχειας. Γι΄αυτό και ο ερευνητής του ΚΕΠΕ επιλέγει ως εναλλακτικό τον «δείκτη σταθερού ορίου φτώχειας». Ο δείκτης αυτός καταγράφει το ποσοστό των εργαζομένων φτωχών, το διαθέσιμο εισόδημα των οποίων είναι μικρότερο από εκείνο του 2009. Με άλλα λόγια, το πραγματικό εισοδηματικό όριο φτώχειας διατηρείται διαχρονικά σταθερό. Ο εναλλακτικός δείκτης μέτρησης της φτώχειας μας βοηθάει να δούμε τις διαστάσεις του φαινομένου των «εργαζόμενων-φτωχών» με μέτρο σύγκρισης την περίοδο πριν την κρίση. Διαφορετικά το επίπεδο εισοδηματικής φτώχειας υποεκτιμάται, καθώς όταν συρρικνώνεται σημαντικά το εισόδημα – όπως έγινε την περίοδο 2009-2025 – χαμηλώνει και το κατώφλι φτώχειας.
Έτσι, με βάση τον εναλλακτικό ορισμό της φτώχειας, το 2015 το 40% όσων είχαν εισοδήματα από μισθωτή εργασία ή αυτοαπασχόληση ήταν «εργαζόμενοι φτωχοί». Σήμερα, σύμφωνα πάντα με τον εναλλακτικό ορισμό, οι εργαζόμενοι φτωχοί είναι το 23% των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, οι οποίοι έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το κατώφλι της φτώχειας του 2009.
«Το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών οφείλει να αποτελέσει επίκεντρο της αναπτυξιακής ατζέντας της χώρας και να απασχολήσει εντονότερα την κοινή γνώμη. Η αύξηση της απασχόλησης, μέσα από τη δημιουργία καλά αμειβόμενων και ποιοτικών, θέσεων εργασίας, αποτελεί παράγοντα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα μας», καταλήγει η έρευνα.