Εργασία: Σε έξαρση η «εικονική αυτοαπασχόληση»
Διαστάσεις χιονοστιβάδας έχει λάβει στη χώρα μας το φαινόμενο της εικονικής αυτοαπασχόλησης (bogus self-employment). Πρόκειται τη απασχόληση εργαζομένου με «συγκαλυμμένη εξηρτημένη εργασιακή σχέση», με την οποία αφενός λαμβάνει χαμηλότερες αμοιβές, αφετέρου δεν έχει τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα που πηγάζουν από αυτή.
Στη χώρα μας, η αυτοαπασχόληση (self-employment) παρουσιάζει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά επί του συνόλου του ενεργού πληθυσμού της φθάνοντας – το τρίτο τρίμηνο του 2021 – το 27,5% των απασχολούμενων ηλικίας 20-64 ετών, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 ήταν στον 13,2%.
Το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα εκτιμάται ότι συνδέεται και με την ύπαρξη εικονικής αυτοαπασχόλησης σε σημαντικό βαθμό.
Σύμφωνα με μελέτη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO), περίπου το 43% του συνόλου των αυτοαπασχολούμενων (και 11% του συνόλου των απασχολούμενων) εργάζονται σε σχέσεις εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης (δηλ. με έναν πελάτη ή μικρό αριθμό πελατών) ή σε εργασιακό καθεστώς που δεν έχει κάποια ή όλα τα χαρακτηριστικά της αυθεντικής αυτοαπασχόλησης.
Σε έκθεση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών που περιλαμβάνεται στο εθνικό σχέδιο για τις Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης του υπουργείου Εργασίας, ορίζεται ως «εικονική αυτοαπασχόληση» η «συγκαλυμμένη εξηρτημένη εργασιακή σχέση», κατά την οποία ο εργοδότης ή επιχειρηματίας αξιοποιεί έναν εργαζόμενο ως πλήρους απασχόλησης, χωρίς όμως να έχει συσταθεί μεταξύ τους αντίστοιχη σχέση εξαρτημένης εργασίας, ή «εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης», όπου ο εργαζόμενος – αυτόαπασχολούμενος παρέχει τις υπηρεσίες σε έναν μόνο πελάτη ή μικρό αριθμό πελατών, λαμβάνοντας αμοιβή και οδηγίες από αυτόν ή αυτούς.
Και στις δύο περιπτώσεις, τα άτομα που αυτοαπασχολούνται εικονικά δεν αντιμετωπίζονται με τα δικαιώματα και τις μέριμνες που προβλέπονται για τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, πλήρους ή μερικής απασχόλησης.
Οι επιπτώσεις
Η εικονική αυτοαπασχόληση είναι το αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων:
Της εργασιακής νομοθεσίας μιας χώρας. Της φορολογικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Της ετοιμότητας και επάρκειας των μηχανισμών ελέγχου. Των συνθηκών στην αγορά εργασίας. Των πρακτικών απασχόλησης των εργοδοτών και επιχειρηματιών. Και της οργάνωσης της παραγωγής και διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών.
Επιλέγοντας τη συνεργασία με αυτοαπασχολούμενο προσωπικό, οι επιχειρήσεις αποφεύγουν μεγάλο μέρος του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας καθώς και τις δαπάνες προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Η συγκαλυμμένη απασχόληση και η εξαρτημένη αυτοαπασχόληση ευνοούνται όταν υπάρχουν ασάφειες στη θεσμική διάκριση μεταξύ απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης, και όταν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις εικονικής αυτοαπασχόλησης και να προβούν σε μέτρα για την αντιμετώπισή της και την προστασία των εργαζομένων.
Η ύπαρξη εικονικής αυτοαπασχόλησης έχει σημαντικές εισοδηματικές επιπτώσεις, καθώς οι αυτοαπασχολούμενοι που εξαρτώνται από έναν πελάτη ή μικρό αριθμό πελατών, μέσω συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αμείβονται σε επίπεδα χαμηλότερα συχνά από τον κατώτατο μισθό, χωρίς ασφάλιση και εργασιακά δικαιώματα.
Υπάρχουν επίσης επιπτώσεις:
Στις ώρες απασχόλησης και στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής.
Στο ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο έχει διαφυγόντα έσοδα, και στις γενικότερες συνθήκες εργασίας, καθώς οι αυτοαπασχολούμενοι δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες για τους εργαζόμενους με σχέσεις εξαρτημένης εργασίας.