Όλο το διάστημα της πανδημίας η Κυβέρνηση της Ν.Δ, αξιοποιώντας ιδιαίτερα τις περιόδους της καραντίνας για να περιορίσει τις λαϊκές αντιδράσεις, έχει δυναμώσει την επίθεση απέναντι στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με απανωτούς νόμους και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, για να περάσει ανατροπές που αφορούν το σύνολο των λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων ώστε να εξασφαλιστεί καταρχάς η σταθεροποίηση και στη συνέχεια η ανάκαμψη των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών.
Όπως πολλές φορές στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, η «αντιλαϊκή ρότα» των ανατροπών χαράσσεται μέσα από τις προτάσεις και εκθέσεις «ειδικών», «σοφών» και «εμπειρογνωμόνων» των οποίων τα πορίσματα δεν επιδέχονται ουδεμία κριτική και αμφισβήτηση, καθώς προπαγανδίζονται από την κυρίαρχη πολιτική (παρά τα κροκοδείλια δάκρυα που ενίοτε χύνονται από το αστικό πολιτικό προσωπικό και τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ) ως μονόδρομος για τη «σωτηρία» της…. κοινωνίας ( της εκμετάλλευσης ).
Μια τέτοια νέα (;) «σοφή» απειλή για τα λαϊκά συμφέροντα αποτελεί και η λεγόμενη «Έκθεση Πισσαρίδη», μία ακόμη «ευγενική» προσφορά στην κυβέρνηση κατά παραγγελία του μεγάλου κεφαλαίου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του.
Από τη συγκεκριμένη «έκθεση» δε θα μπορούσε βεβαίως να ξεφύγει και ο χώρος της Παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες του, αφού από τον χώρο αυτό θα προέλθει η αυριανή γενιά των εργαζομένων, η νέα βάρδια της μισθωτής σκλαβιάς και της εργασιακής ομηρίας, με όσο το δυνατόν λιγότερες γνώσεις και όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος για το αστικό κράτος.
Στο «σχέδιο Πισσαρίδη», ό,τι αφορά τον τομέα της Παιδείας, επανέρχονται σχεδόν αυτούσιες όλες οι αντιδραστικές, νεκραναστημένες προτάσεις των νόμων της Διαμαντοπούλου και του Αρβανιτόπουλου (που απορρίφθηκαν μαζικά και αγωνιστικά από την εκπαιδευτική κοινότητα ), η νομοθετική προίκα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και όλες οι συστάσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, που σερβίρονται με τη χρήση εύηχων λέξεων όπως: «αυτονομία», «αξιολόγηση», «λογοδοσία», «αγκυλώσεις»… κι άλλων τέτοιων «καρυκευμάτων» στο πιάτο της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης που δεν ακούγονται για πρώτη φορά και δεν αποτελούν και αποκλειστικά ελληνική πρωτοτυπία.
Τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στα κράτη – μέλη της ΕΕ, αλλά και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη, η αστική στρατηγική για την Εκπαίδευση αξιοποιεί ταυτόσημες ή συνώνυμες λέξεις, για να επιταχύνει τις πιο βαθιές αντιδραστικές αλλαγές αλλά κυρίως για να πετύχει την πολυπόθητη κοινωνική συναίνεση στην πολιτική των κυβερνήσεων.
Γι΄ αυτό και στην «Έκθεση Πισσαρίδη», όσα προβλήματα ανακαλύπτονται από τους «ειδικούς» ως οι βασικές αιτίες που κρατάνε την Παιδεία σε χαμηλό επίπεδο, βαπτίζονται «αγκυλώσεις» που υπάρχουν στην εκπαιδευτική πραγματικότητα. Ως τέτοιες αγκυλώσεις «διαπιστώνονται» : «το εξαιρετικά συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα», «η περιορισμένη αυτονομία των εκπαιδευτικών μονάδων όλων των βαθμίδων» και «η παντελής απουσία αξιολόγησης» το γεγονός ότι «το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών είναι δημόσιες» (σελ. 75).
Καταρχάς εδώ και 20 χρόνια, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιώντας την ίδια «καραμέλα», νομοθετούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ήδη όμως υπάρχει μεγάλη πείρα στην εκπαιδευτική κοινότητα για το τι σημαίνει «αυτονομία των σχολικών μονάδων» καθώς η συνεχής υποχρηματοδότηση των Σχολικών Επιτροπών, οι ελλείψεις ακόμα και αναλώσιμων υλικών, έχει επιφέρει μεταφορά πολλών πλευρών της λειτουργίας των σχολείων στους ίδιους τους γονείς ( βαψίματα, αγορά διαδραστικών πινάκων, Η/Υ, μηχανών προβολής, αθλητικού υλικού κ. ά. ) ή την αναζήτηση χορηγιών.
Άλλωστε και από μόνο του το γεγονός ότι εν μέσω πανδημίας η κυβέρνηση δεν ανέλαβε καμία κρατική ευθύνη για χιλιάδες μαθητές που έμειναν χωρίς πρόσβαση στη λεγομένη «τηλεκπαίδευση» εξαιτίας της έλλειψης μέσων, μεταφέροντας το πρόβλημα στα ίδια τα σχολεία, στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα ως απάντηση σε όσους φλερτάρουν με την έννοια της «αυτονομίας», η οποία θεωρεί παρωχημένο για την κυρίαρχη πολιτική, ότι η Παιδεία πρέπει να χρηματοδοτείται αποκλειστικά και γενναία από τον κρατικό προϋπολογισμό, για τις πάγιες ανάγκες λειτουργίας των σχολείων. Γι΄ αυτό και η κυβέρνηση της ΝΔ εκτός των άλλων έσπευσε να μειώσει από τον κρατικό προϋπολογισμό τα έξοδα για την Παιδεία κατά 1,17% για το 2021.
«Αγκύλωση» θεωρεί η Έκθεση και τον τρόπο πρόσληψης των εκπαιδευτικών με βάση το πανεπιστημιακό πτυχίο! Η παραπάνω άποψη αποτελεί τη φυσική εξέλιξη του «νόμου Γαβρόγλου» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αφού πλέον η πρόσληψη κάποιου ως εκπαιδευτικού απαιτεί ένα αέναο κυνήγι προσόντων και πιστοποιήσεων ώστε ένας αδιόριστος να έχει την ελπίδα ότι θα δουλέψει στην καλύτερη περίπτωση ως αναπληρωτής, ακόμη και για 3 μήνες το χρόνο.
Οι «ειδικοί», μέσω της «έκθεσης», προτείνουν ανερυθρίαστα και κυνικά την «ανάγκη» ενός νέου γύρου συγχωνεύσεων – καταργήσεων τμημάτων και σχολικών μονάδων, αφού «παρά τις όποιες συνενώσεις εκπαιδευτικών μονάδων που έγιναν στα χρόνια της κρίσης, το μέσο μέγεθος των εκπαιδευτικών μονάδων παραμένει ιδιαίτερα μικρό» και επιπλέον υπάρχει «χαμηλός αριθμός ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους» (σελ. 77). Γι΄ αυτό και προτείνουν σε ό,τι αφορά τον «εξορθολογισμό των πόρων» τη «σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας και αύξηση του μεγέθους των τάξεων» (σελ. 84). Προτείνουν δηλαδή ότι η υποχρηματοδότηση της Παιδείας να λυθεί με το να αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι μαθητές ανά τμήμα, με το να γίνουν νέες συγχωνεύσεις, να δουλεύουν λιγότεροι εκπαιδευτικοί και με μεγαλύτερη εντατικοποίηση!
Απαραίτητα «φάρμακα» για να «θεραπευτούν» οι παραπάνω αγκυλώσεις, σύμφωνα με την Έκθεση, είναι η αποκέντρωση και η αξιολόγηση των οποίων οι στοχεύσεις είναι ξεκάθαρες.
Καταρχάς η αποκέντρωση, η οποία αποτελεί διακηρυγμένο στόχο εδώ και τουλάχιστον 2 δεκαετίες, θα οδηγεί τις εκπαιδευτικές μονάδες «να διαμορφώσουν τη λειτουργία της κάθε μονάδας ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες και ευκαιρίες» (σελ. 79), κάτι το οποίο υπονομεύει τη μορφωτική ανάγκη όλα τα παιδιά να έχουν ενιαίο, σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών, ενώ οι Δήμοι καλούνται να αναλάβουν αυξημένες ευθύνες: «ιδίως τη διαχείριση του κύριου και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων» (σελ. 79)! Ομολογείται ότι ο στόχος είναι, ακόμη και οι προσλήψεις των εκπαιδευτικών να περάσουν στην αρμοδιότητα της Τοπικής Διοίκησης!
Σε ό,τι αφορά την «αξιολόγηση», εσωτερική και εξωτερική, αυτή θα συνδέεται μισθολογικά / βαθμολογικά (θετικά και αρνητικά κίνητρα, όπως ακριβώς και στο νόμο Βερναρδάκη του ΣΥΡΙΖΑ!), θα σχετίζεται με τις επιδόσεις των μαθητών και τους στόχους κάθε σχολικής μονάδας. «Τα αποτελέσματα θα δημοσιοποιούνται και θα παρουσιάζονται συγκριτικά (σελ. 80)». Με απλά λόγια, η αξιολόγηση με βάση τα «μαθησιακά αποτελέσματα» ( τα οποία στην πραγματικότητα εκφράζουν διαφορετικές κοινωνικές και μορφωτικές αφετηρίες των μαθητών ) θα διαμορφώσει σχολεία πολλών ταχυτήτων, θα εντείνει παραπέρα την ταξική ανισότητα στην πρόσβαση στη μόρφωση, θα ταξινομήσει τα σχολεία σε «καλά» με μαθητές που έχουν θετικές επιδόσεις και σε «κακά» με μαθητές που «δεν τα καταφέρνουν»…
Οι δε εκπαιδευτικοί θα αξιολογούνται, σύμφωνα και με την τελευταία υπουργική απόφαση, η οποία ακολουθεί πιστά τις προτάσεις Πισσαρίδη, με βάση το κατά πόσο ανταποκρίνονται και εφαρμόζουν όλες τις παραπάνω κατευθύνσεις. Από το πώς θα διαχειριστούν από μόνοι τους την οικονομική δυσπραγία της σχολικής μονάδας και την έλλειψη διδακτικού προσωπικού, μέχρι τη συντήρηση και τον «εμπλουτισμό» των υπαρχόντων σχολικών κτηρίων ως και τη σχολική διαρροή…..
Λες και οι ίδιοι που βιώνουν καθημερινά τα άγχη και τις αγωνίες των γονιών για το μέλλον και την πρόοδο των παιδιών τους που τους ανησυχεί η όξυνση των μαθησιακών προβλημάτων και διαταραχών, που αναπροσαρμόζουν την καθημερινή διδακτική πράξη, που εξετάζουν κριτικά και αυτοκριτικά τη δουλειά τους, τον τρόπο που κάνουν το μάθημα δεν είναι εκείνοι που προσπαθούν να δώσουν ό,τι καλύτερο στους μαθητές τους, με όσα πενιχρά μέσα διαθέτουν και ενίοτε χωρίς καμία επιμόρφωση.
Είναι ολοφάνερο ότι οι εργαζόμενοι, η νεολαία, τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από τέτοιες Εκθέσεις «σοφών» και «ειδικών». Σοφούς και χρήσιμους για τους ίδιους πρέπει να θεωρούν όσους θέτουν την επιστημονική τους μόρφωση στην υπηρεσία των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και όχι στις απαιτήσεις των λίγων.
Οι εκπαιδευτικοί άλλωστε με τη συμπαράσταση του γονεϊκού και μαθητικού κινήματος δίνουν αυτό το διάστημα μια πρώτη μαζική απάντηση στους παραπάνω σχεδιασμούς, με καθολική συμμετοχή στην ΑΠΕΡΓΙΑ – ΑΠΟΧΗ, που έχουν κηρύξει τα συνδικαλιστικά τους όργανα, από κάθε διαδικασία αξιολόγησης. Τα μηνύματα από κάθε σχολείο, από κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια είναι ενθαρρυντικά. Για αυτό, και η «Έκθεση Πισσαρίδη» και όσες νομοθετικές ρυθμίσεις φέρνει μαζί της θα πάρουν τη θέση που τους ταιριάζει: Στο καλάθι των αχρήστων.