Κατώτατος μισθός: Προκαλεί ντόμινο αυξήσεων και σε 24 επιδόματα
«Κλειδώνει» αμέσως μετά το Πάσχα η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα με το κυρίαρχο σενάριο να προβλέπει αύξηση από την Πρωτομαγιά από 6% έως 8%, γεγονός που θα φέρει τον κατώτατο μισθό πάνω από τα 700 ευρώ (από 663 ευρώ), σε μία περίοδο που καταγράφεται αύξηση της ακρίβειας και συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης.
Η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού προκαλεί ντόμινο αυξήσεων σε 24 επιδόματα που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό, όπως το επίδομα ανεργίας, ενώ ανάλογα με τα δημοσιονομικά περιθώρια εξετάζεται να γίνει νέα αύξηση από το 2023.
Η εισήγηση του ΚΕΠΕ προς τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη προβλέπει αύξηση στην περιοχή μεταξύ 4% και 6%, ενώ το επικρατέστερο κυβερνητικό σενάριο θέλει τον μισθό να διαμορφώνεται σε επίπεδα μεταξύ 6% και 8%, δηλαδή από 703 έως 716 ευρώ. Ωστόσο, η πρόταση που φαίνεται να κερδίζει έδαφος τα τελευταία 24ωρα κάνει λόγο για αύξηση 7% που θα διαμορφώσει τις βασικές αποδοχές στα 710 ευρώ.
Την ίδια ώρα συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης πάνω από 600.000 εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό προκαλούν οι συνεχείς ανατιμήσεις σε βασικά είδη διατροφής, καθώς και σε ενέργεια και πετρέλαιο. Τον Ιανουάριο, με τον πληθωρισμό να ανέρχεται σε 6,2%, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού μειώθηκε κατά 14%
Υπενθυμίζεται ότι έχει καταγράφει θεματική αύξηση του ποσοστού των θέσεων εργασίας στις οποίες οι εργαζόμενοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό την περίοδο 2016-2020. Ενας στους τέσσερις εργαζομένους αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, με το ποσοστό από 19,7% το 2016 να φτάσει το 27,7% το 2020. Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει και το επίδομα που λαμβάνουν χιλιάδες άνεργοι στο τέλος του μήνα.
Επισημαίνεται ότι η εργοδοτική πλευρά προτείνει ονομαστική αύξηση 4%, ενώ μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Μαΐου ζητεί να υπάρξει και ταυτόχρονη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Η ΓΣΕΕ προτείνει την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο νέος κατώτατος μισθός που θα ξεπεράσει το επίπεδο των 700 ευρώ από την 1η Μαΐου 2022 θα συμπαρασύρει σε ανοδική πορεία και τους υψηλότερους μισθούς. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο αυξάνεται κατά 0,44 της ποσοστιαίας μονάδας. Στην πράξη, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, ο μέσος μισθός θα «καρπωθεί» το 50% του ποσοστού αύξησης του κατώτερου μισθού. Αυτό σημαίνει ότι αν το Υπουργικό Συμβούλιο της 22ας Απριλίου δώσει το πράσινο φως για αύξηση 7%, ο μέσος μισθός θα αυξηθεί κατά 3,5%.
Η αύξηση των αμοιβών των εργαζομένων που βρίσκονται σε υψηλότερα μισθολογικά επίπεδα κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να διατηρηθούν οι μισθολογικές διαφορές σε σχέση με τον κατώτατο μισθό ως κίνητρο παραγωγικότητας. Παράλληλα, οι εργοδότες σε δυναμικούς κλάδους της οικονομίας χρειάζεται να πληρώσουν υψηλότερους μισθούς για να προσελκύσουν εργαζομένους.
Επιδράσεις διάχυσης της αύξησης μπορούν να υπάρξουν σε τρία επίπεδα, όπως επισημαίνει και η Τράπεζα της Ελλάδος στο πόρισμα που κατέθεσε στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό.
Μία αύξηση του κατώτατου μισθού αυξάνει τη σχετική τιμή της μη εξειδικευμένης εργασίας. Αυτό πιθανόν να ωθήσει σε αυξημένη ζήτηση για κάποιους τύπους εξειδικευμένου προσωπικού, το οποίο μπορεί να υποκαταστήσει τη μη εξειδικευμένη εργασία, αυξάνοντας έτσι τους μισθούς για εργαζομένους που αμείβονται με μισθό μεγαλύτερο του κατώτατου.
Μπορεί να αυξήσει τους μισθούς εργαζομένων που βρίσκονται σε υψηλότερα μισθολογικά επίπεδα προκειμένου να διατηρηθούν οι μισθολογικές διαφορές σε σχέση με τον κατώτατο μισθό ως κίνητρο παραγωγικότητας.
Η αύξηση του κατώτατου μπορεί να αυξήσει τον μισθό επιφύλαξης (reservation wage) σε ορισμένους κλάδους για άτομα που αναζητούν εργασία, έτσι ώστε οι εργοδότες σε αυτούς τους κλάδους να χρειάζεται να πληρώσουν υψηλότερους μισθούς για να προσελκύσουν εργαζομένους.
Μάλιστα η ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 1% οδηγεί σε αύξηση του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης στις επιχειρήσεις κατά 0,44%.