«Νάρκη» τα μολυσμένα νερά στη Θεσσαλία – Απειλούν ανθρώπους και κτίρια
Τον κώδωνα του κινδύνου για τους κατοίκους αλλά και τα κτίρια της -χτυπημένης από τον «Daniel»- Θεσσαλίας, από την επιμόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, κρούουν οι επιστήμονες.
Τα πνιγμένα ζώα που τόσες ημέρες έχουν αποσυντεθεί μέσα στα λιμνάζοντα ύδατα, αποτελούν μια υγειονομική βόμβα, τονίζουν, ενώ θέμα υπάρχει και με τη στατικότητα των κτιρίων.
«Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι η επιμόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα σε βάθος χρόνου, όταν θα αποσφραγιστούν τα νερά, και φύγει η λάσπη».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένη Σαρηγιάννη, «ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή είναι το νερό, διότι υπάρχουν παθογόνοι παράγοντες από τη σήψη των ζώων και από χημικά που μπορεί να έχουν περάσει».
Πόσο πιθανό είναι να περάσει η επιμόλυνση στα προϊόντα
Ερωτηθείς για τον κίνδυνο να περάσει η επιμόλυνση στα προϊόντα, ο κ. Σαρηγιάννης, σημείωσε, μιλώντας στο MEGA, πως «ο κίνδυνος να περάσει η μόλυνση σε προϊόντα που πηγαίνουν έξω από την περιοχή είναι χαμηλός.
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι η επιμόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα σε βάθος χρόνου, όταν θα αποσφραγιστούν τα νερά, και φύγει η λάσπη.
Τότε, θα είμαστε σίγουροι εάν θα υπάρχει επιμόλυνση. Για να γίνει αυτό ενδιάμεσα, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε καταγραφή και υπάρχουν τεχνικές που μπορούμε να κάνουμε ανάλογα με την περίπτωση(σ.σ για τις νέες καλλιέργειες). Όταν γίνει η αποστράγγιση των περιοχών μπορούμε να κάνουμε ανάλυση της κατάστασης της υγείας του εδάφους και των υπόγειων υδάτων. Εάν υπάρχουν περιοχές επιμολυσμένες και οι ντόπιοι θέλουν να ξανακαλλιεργήσουν τότε μπορούμε να αποκαταστήσουμε την υγεία του εδάφους».
«Άρα το θέμα είναι να αντιδράσουμε οργανωμένα», συμπλήρωσε. Πρόσθεσε δε πως «υπάρχουν περιοχές που είναι κατάλληλο το πόσιμο νερό. Στον Βόλο, για παράδειγμα, επειδή είναι μία αστική περιοχή το θέμα είναι να επεξεργαστεί ο όγκος του νερού. Το πρόβλημα είναι στα χωριά, αλλά υπάρχουν τεχνικές για αν το διορθώσουμε. Εγώ πιστεύω πως και σε ένα μήνα θα μπορούσε να αποκατασταθεί».
Απειλεί κτίρια και υποδομές
«Αυτή η μόλυνση στο νερό μπορεί να εισχωρήσει και στη δομή των κτιρίων, στα πατώματα, στα ξύλα, σε όλα τα υλικά που είναι πορώδη. Οι τοίχοι και οι τοιχοποιίες έχουν κενό μέσα, δεν είναι συμπαγείς πάντοτε. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν ξέρω πώς, αυτή η επιμόλυνση που έχει συμβεί μπορεί να καθαρίσει στους τοίχους. Αυτό είναι ένα στοιχείο. Όσο περνάει ο καιρός τόσο πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα, και είναι πολυδιάστατα», σημείωσε στην ίδια εκπομπή ο Καθηγητής αντισεισμικών κατασκευών, Παναγιώτης Καρύδης.
«Αναρχη, πρόχειρη και σαθρή ανάπτυξη χωρίς σωστό προγραμματισμό και σωστό σχεδιασμό»
«Στα κτίρια που έχουν βυθιστεί στο νερό, τα περισσότερα εξ αυτών είναι με αργιλικό υλικό. Όταν είναι στεγνό το υλικό είναι μια χαρά, όταν βραχεί γίνεται ολισθηρό και δημιουργεί πρόβλημα ευστάθειας του κτιρίου. Οποιαδήποτε ώρα και στιγμή μπορεί να έχουμε προβλήματα ευστάθειας. Το επόμενο θέμα είναι η υποσκαφή των θεμελίων», συμπλήρωσε ο κ. Καρύδης.
Ο κ. Καρύδης έχει ήδη σημειώσει πως σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας, της Μαγνησίας, της Καρδίτσας και άλλων περιοχών που βυθίστηκαν στα νερά και τη λάσπη, υπάρχει «άναρχη, πρόχειρη και σαθρή ανάπτυξη χωρίς σωστό προγραμματισμό και σωστό σχεδιασμό».
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της κακοκαιρίας Daniel στις υποδομές τόνισε ότι το νερό, σε αυτές τις ποσότητες, δημιουργεί, υπερπιέσεις και κάτω από τα θεμέλια των κτηρίων με συνέπεια τα οικήματα ή οι τσιμεντένιες κατασκευές να γέρνουν και τα κτίρια να μετακινούνται και να πέφτουν.
«Φανήκαμε ανέτοιμοι»
Από την πλευρά της η Δρ. Ελισσάβετ Φελώνη, επιστημονική συνεργάτιδα στο ΕΚΠΑ, μιλώντας στην «Κοινωνία Ώρα MEGA», σημείωσε πως «παρακολουθούμε συγκλονισμένοι τις ασύλληπτες καταστροφές που άφησε στο πέρασμά της η κακοκαιρία Daniel και τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, στο ζωικό κεφάλαιο στις καλλιέργειες, στις υποδομές».
«Να επαναπροσδιορίσουμε το ζήτημα της διαχείρισης του πλημμυρικού κινδύνου»
Πρόσθεσε ότι «παρά τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων φανήκαμε ανέτοιμοι να διαχειριστούμε ένα φαινόμενο τέτοιου μεγέθους. Αυτό που βλέπουμε με όσοι μελετάμε καιρικά φαινόμενα, είναι ότι τα τελευταία χρονιά βλέπουμε ότι παρουσιάζουν μια αύξηση στη συχνότητα, στην ένταση, εμμονή ως προς την παρουσία τους πάνω από τις περιοχές. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε στο εξής με ανάλογες καιρικές συνθήκες και να είναι η κοινωνία μας πιο ανθεκτική».
Σύμφωνα με την ίδια, «καλούμαστε να διαχειριστούμε άμεσα τις επιπτώσεις αυτού του φαινομένου και να επαναπροσδιορίσουμε το ζήτημα της διαχείρισης του πλημμυρικού κινδύνου. Είδαμε ότι τα μηνύματα που λάβαμε με τον Ιανό, δεν ήταν αρκετά και δεν κινηθήκαμε στην σωστή κατεύθυνση. Πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα, και το θέμα είναι ότι τα εργαλεία δεν έχουν αξιοπιστία τη δεδομένη στιγμή. Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα και να δώσουμε στους ερευνητές πιο αξιόπιστα δεδομένα».