Ο εφιάλτης της έμφυλης βίας – Σχεδόν 4 στις 10 γυναίκες στην Ελλάδα έχουν υποστεί βία
Τη δυσάρεστη πραγματικότητα φέρνει μπροστά στα μάτια μας η έκθεση του Κέντρου «Διοτίμα», με τίτλο «Σύνοψη και προτάσεις πολιτικής για την πρόληψη της έμφυλης βίας», σχετικά με τα περιστατικά έμφυλης βίας τόσο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η έμφυλη βία αποτελεί αιτία και συνέπεια των διαρθρωτικών ανισοτήτων που έχουν τις ρίζες τους σε έμφυλα στερεότυπα. Αποτελεί τη σοβαρότερη εκδήλωση της ανισότητας και των διακρίσεων μεταξύ των φύλων και έχει σοβαρό άμεσο και έμμεσο αντίκτυπο στα θύματα και τα παιδιά
τους με πιθανές μακροχρόνιες σωματικές, σεξουαλικές, συναισθηματικές και ψυχολογικές συνέπειες.
Η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης όπου η σεξουαλική εκπαίδευση δεν έχει συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα του σχολείου, ενώ είναι κοινός τόπος η έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης και διαλόγου για τα θέματα σεξουαλικότητας, φύλων, έμφυλων σχέσεων και συναίνεσης.
Ανεπαρκής σε πολλές περιπτώσεις έχει αποδειχθεί και η απόκριση της αστυνομίας όταν οι γυναίκες καταγγέλλουν ή αναφέρουν περιστατικά έμφυλης βίας
Η ελλιπής ενημέρωση έχει ως αποτέλεσμα να αναπαράγονται σεξιστικές και ομοφοβικές ιδέες και στάσεις, που αναπόφευκτα οδηγούν σε διακρίσεις, έμφυλη βία και αποθάρρυνση των θυμάτων να αποκαλύψουν την φρίκη που βιώνουν.
Αποκαρδιωτικά τα ποσοστά έμφυλης βίας στην Ελλάδα
Σοκαριστικά είναι τα στοιχεία της έρευνας, βάσει των οποίων έχει παρατηρηθεί αύξηση στα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας και σε δημόσιο χώρο, με τα πιο συνήθη θύματα να είναι ευάλωτες ταυτότητες όπως γυναίκες τρίτων χωρών, γυναίκες με αναπηρία, λεσβίες, αμφιφυλόφιλες γυναίκες.
Μεγάλες εκτάσεις φαίνεται να παίρνει επίσης η διαδικτυακή παρενόχληση σε κορίτσια και νέες γυναίκες, ενώ οι νεότερες γυναίκες φαίνεται πως πέφτουν συχνότερα θύματα της επίμονης παρενοχλητικής παρακολούθησης (stalking).
Σημαντικό στοιχείο είναι μάλιστα το γεγονός ότι ανεπαρκής σε πολλές περιπτώσεις έχει αποδειχθεί και η απόκριση της αστυνομίας όταν οι γυναίκες καταγγέλλουν ή αναφέρουν περιστατικά έμφυλης βίας.
Σχεδόν 3 στις 10 έχει υποστεί σωματική βία
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας στην Ελλάδα:
● 29,6% των γυναικών δηλώνουν ότι έχουν υποστεί σωματική βία
● 18,1% δηλώνει ότι έχει υποστεί σεξουαλική βία
● 36,5% δηλώνει ότι έχει υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία
● Η πιο συχνή μορφή βίας που δηλώνουν ότι υφίστανται οι γυναίκες σε ποσοστό 40,42% είναι η ψυχολογική βία
● Περισσότερες από 2 στις 5 γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα (42,6%) και εργάζονται ή είχαν εργαστεί στο παρελθόν, φέρονται να έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία τους τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου
● Το 26,1% των νεαρών κυρίως γυναικών δηλώνει πως έχει βιώσει κάποια μορφή stalking κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους, δηλαδή εσκεμμένη επαναλαμβανόμενη απειλητική συμπεριφορά εναντίον τους, βιώνοντας φόβο για την ασφάλειά τους.
Στην Ευρώπη:
● 33% των γυναικών, δηλαδή μία στις τρεις γυναίκες στην ΕΕ (συνολικά περίπου 62 εκατομμύρια γυναίκες) έχουν υποστεί σωματική ή/και
σεξουαλική βία
● 22% έχουν υποστεί βία από τον σύντροφό τους
● 55%, περισσότερες από τις μισές γυναίκες, έχουν παρενοχληθεί σεξουαλικά τουλάχιστον μία φορά από την ηλικία των 15 ετών
● Η έμφυλη βία στο διαδίκτυο είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Παρά την απουσία ενός διεθνώς κατοχυρωμένου ορισμού και την έλλειψη δεδομένων, πρόσφατες έρευνες υπογραμμίζουν ότι αυτή η μορφή έμφυλης βίας πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια, αλλά και ΛΟΑΤΚΙ άτομα:
● 1-4 γυναίκες στην Ευρώπη έχει βιώσει κάποια μορφή κακοποίησης ή παρενόχλησης στο διαδίκτυο, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του
Cybersafe (2021)
● 9-15% των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην ΕΕ, ηλικίας 15-54 ετών, έχουν βιώσει διαδικτυακή βία, σύμφωνα με την έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων (FRA, 2020)
Προτάσεις
Η έκθεση περιλαμβάνει μια επισκόπηση του φαινομένου της έμφυλης βίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο κέντρο αυτών των πρακτικών τοποθετείται η συναίνεση, ως μια έννοια κλειδί για τη δημιουργία ισότιμων διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς επίσης και ο σεβασμός και η συμπερίληψη, υπογραμμίζοντας τη σημασία τους στην καταπολέμηση των κακοποιητικών και παραβιαστικών συμπεριφορών.