Από το Σχέδιο που δόθηκε προς διαβούλευση
Ο αγροτικός τομέας ανέκαθεν αποτελούσε ένα δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας καθώς και ένα συστατικό παράγοντα της ελληνικής οικονομίας και ανάπτυξης, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) το 1981, επηρέασε καταλυτικά την εξέλιξη της ελληνικής γεωργίας. Σήμερα πλέον, η γεωργία διέπεται πλήρως από τους κανόνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.), οι οποίοι μορφοποιούν και ελέγχουν όλο το πλαίσιο λειτουργίας και δραστηριότητας του αγροτικού τομέα.
Παρά τη σημαντική συμβολή του πρωτογενή τομέα στην ελληνική οικονομία, οι διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Ε.Ε.-25 σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT, είναι εμφανείς. Συγκεκριμένα, το έτος 2005, η Ελλάδα συνεισφέρει λιγότερο από 3% στο Α.Ε.Π. του αγροτικού τομέα της Ε.Ε.-25, ποσοστό χαμηλό συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, με συνεισφορά πάνω από 19% ή άλλες μεσογειακές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες συνεισφέρουν 15% και 12.2%, αντίστοιχα.
Ένα δομικό χαρακτηριστικό του ελληνικού αγροτικού τομέα αφορά στην αναλογία μεταξύ της φυτικής και ζωικής παραγωγής. Η αναλογία αυτή για τον ελληνικό αγροτικό τομέα είναι, επί σειρά ετών, 70:30, ενώ στην Ευρώπη η αντίστοιχη αναλογία είναι σχεδόν 50:50.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, πάνω από το 57% του εργατικού δυναμικού στον αγροτικό τομέα είναι πάνω από 45 ετών και βαθμιαία αποχωρούν από την ενεργό δράση, ενώ οι νεότερες ηλικίες καλύπτουν το υπόλοιπο 43%.
Συγκεκριμένα, ενώ κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας σημειώθηκε αύξηση στο σύνολο των απασχολουμένων στην οικονομία, η απασχόληση στον αγροτικό τομέα έπεσε περίπου στο μισό. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδοθεί, σε μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι ο αγροτικός τομέας της Ελλάδος δεν παρουσιαζόταν ως ελκυστικός στις νεότερες γενεές, όταν η Χώρα παρουσίαζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως, η έλευση της οικονομικής κρίσης φαίνεται ότι αντιστρέφει αυτή την προοπτική, αν και είναι ακόμα νωρίς αυτό να αποδειχθεί με σχετικά στοιχεία.
Το ποσοστό της ενδιάμεσης ανάλωσης, όπως φάρμακα, λιπάσματα, ζωοτροφές, ενέργεια, κλπ, στον γεωργικό κλάδο διατηρείται στο 40% περίπου σε σχέση με το σύνολο της ακαθάριστης αξίας παραγωγής (στην οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι φόροι και οι επιδοτήσεις) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε.-25 είναι 57,8%. Στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 65%, 63% και 66% ενώ σε Μεσογειακές χώρες, όπως Ιταλία και η Ισπανία, ανέρχεται σε 42%. Το ποσοστό της Ελλάδος προσεγγίζει το αντίστοιχο ποσοστό των μεσογειακών χωρών, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων, εξηγεί τη διαμόρφωση ενός μεσογειακού -μη εντατικού- χαρακτήρα της αγροτικής ανάπτυξης, ο οποίος διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πιο σημαντική αναλώσιμη εισροή στην Ελλάδα είναι οι ζωοτροφές, η οποία καλύπτει περίπου 34% του συνόλου των εισροών. Το ποσοστό αυτό δεν αποκλίνει σημαντικά από το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε.-25, το οποίο είναι 36%. Η δεύτερη κατά σειρά εισροή στην ελληνική αγροτική παραγωγή είναι η κατανάλωση ενέργειας, η οποία καλύπτει περίπου το 18% των συνολικών εισροών. Στην Ε.Ε.-25 το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 12%, συγκριτικά χαμηλότερο έναντι του ελληνικού.
Περιγραφή και αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης
Η Περιφέρεια Αττικής σε γενικές γραμμές ακολουθεί τα βασικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του πρωτογενούς τομέα τη χώρας, αν και η συμβολή του πρωτογενούς τομέα στην Περιφερειακή Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) και συνακόλουθα, η απασχόληση στον εν λόγω τομέα κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με το μέσο όρο της χώρας.
Ειδικότερα, ο δείκτης απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα είναι «εξαιρετικά περιορισμένος στις Π.Ε. του κεντρικού και βόρειου λεκανοπεδίου, καθώς και του Δήμου Πειραιά με ορισμένες εξαιρέσεις, είτε Δήμων στην περιοχή των οποίων βρίσκεται ο Ελαιώνας, είτε Δήμων της Περιφέρειας όπου η ανάπτυξη του αστικού ιστού μειώνεται εις όφελος της αγροτικής γης. Αντιθέτως, η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα έχει εξέχουσα σημασία στις Π.Ε. Δυτικής και Ανατολικής Αττικής, καθώς και στα Νησιά της Περιφέρειας και στην Τροιζήνα. Ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει το παράδοξο ότι ενώ «η κλαδική ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα σε εθνικό επίπεδο παρουσιάζει σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα με χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και σταδιακή μείωση της συμμετοχής του στο συνολικά παραγόμενο εθνικό προϊόν, αντιθέτως, στην Αττικήπαρουσιάζει σημαντικό δυναμισμό, ο οποίος οφείλεται μεταξύ άλλων στην αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας, στην εγγύτητα με το ισχυρό καταναλωτικό κέντρο του Πολεοδομικού συγκροτήματος, στο είδος των παραγόμενων προϊόντων, στο σχετικά μεγάλο γεωργικό κλήρο και στη χρήση σύγχρονων μεθόδων εκμηχάνισης της παραγωγής». Η άσκηση γεωργικών δραστηριοτήτων εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του Μαραθώνα, στον Αυλώνα, στα Μέγαρα, στα νησιά και στην Επαρχία Τροιζηνίας και σε ζώνες όπου δεν αναπτύσσονται ασύμβατες με την εν λόγω δραστηριότητα χρήσεις γης, ενώ ως δυναμικοί κλάδοι καταγράφονται η ανθοκομία, τα κηπευτικά, οι αμπελοκαλλιέργειες και τα αλιευτικά προϊόντα – υδατοκαλλιέργειες. Με εξαίρεση την παραγωγή κρασιού και μάλιστα εμφιαλωμένου, οι παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες στην Αττική, όπως η καλλιέργεια σιτηρών και ελιάς, τείνουν να περιορίζονται, όπως περιορίζεται και η παραδοσιακά μετακινούμενη κτηνοτροφία. Στη Δυτική Αττική συγκεντρώνονται επίσης μονάδες θερμοκηπίων έντασης κεφαλαίου και κτηνοτροφικές μονάδες. Μια προσπάθεια ποσοτικοποίησης της αγροτικής παραγωγής στην Περιφέρεια (με εκτιμήσεις της Ομάδας σύνταξης του Επιχειρησιακού σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύνσεις, δεδομένου ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία είναι παλαιότερα), έχουν ως εξής:
• Δυτική Αττική: περισσότερα από 25.000 στρέμματα με κηπευτικά, 70.000 στρέμματα με ελιές, 12.000 στρέμματα με αμπέλια, 5.000 στρέμματα με φιστικιές και 50.000 στρέμματα με σιτηρά και βαμβάκι.
• Δυτικός Τομέας: μικρές ποσότητες ανθέων, κηπευτικών.
• Ανατολική Αττική: Κηπευτικά 91100 tn, Φυτά μεγάλης καλλιέργειας 8170 tn, Κτηνοτροφικά φυτά 1570 tn, Σύκα 360 tn, Φιστίκια Αιγίνης 1120 tn, Ελιές 1220 tn, Σταφύλια 27950 tn, Διάφορα οπωροφόρα 300 tn, Άνθη 1320 στρέμματα .
• Πειραιάς & Νησιά: ελιές και λάδι, εσπεριδοειδή, κηπευτικά, ανθοκομικά είδη, θερμοκηπιακά είδη, φυστίκια και μέλι – πολλά από τα είδη αυτά είναι βιολογικής παραγωγής και ΠΟΠ (Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης).
Ο βασικότερος παράγοντας, στον οποίο οφείλεται η ανωτέρω εξέλιξη, είναι το φαινόμενο της αστικής διάχυσης, το οποίο λαμβάνει τη μορφή είτε της ραγδαίας αστικοποίησης περιοχών με γεωργική χρήση στην ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας, όπως τα Μεσόγεια, είτε της ανάπτυξης περιοχών παραθεριστικής κατοικίας κυρίως στις νησιωτικές και στις παραθαλάσσιες περιοχές, όπως η Τροιζηνία, με αποτέλεσμα να περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό οι δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα καθιστώντας αδήριτη την ανάγκη αφενός, λήψης μέτρων για την ανάδειξη της γεωργίας σε βασικό πυλώνα της οικονομίας και αφετέρου, ανάδειξης του κοινωνικού και περιβαλλοντικού της ρόλου. Στην ανωτέρω εξέλιξη σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η πίεση που δέχεται ο πρωτογενής τομέας από τον δευτερογενή.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι «ο αγροτικός τομέας έχει σε μεγάλο βαθμό αναδιαρθρωθεί, συντονιζόμενος με τις ανάγκες της μεγάλης αγοράς της Πρωτεύουσας, ενώ στον τομέα των «παραδοσιακών» προϊόντων και κυρίως του οίνου, υπάρχουν σημαντικές νέες παραγωγές», (ΡΣΑ, 2011). Ωστόσο απομένουν να γίνουν ακόμη πολλά προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της γεωργικής παραγωγής και ανάδειξης του δυναμισμού της στην αγορά της Πρωτεύουσας (ΡΣΑ, 2011).
Οι νησιωτικές περιοχές της Περιφέρειας Αττικής έχουν σχετικά ανεπτυγμένο πρωτογενή τομέα και αρκετά μεγάλο αριθμό απασχολούμενων. Αυτές είναι κυρίως η Τροιζηνία και σε μικρότερο βαθμό τα Μέθανα και τα Κύθηρα. Από την έντονη αυτή πρωτογενή δραστηριότητα προκύπτουν αρκετά επώνυμα προϊόντα, όπως το φιστίκι Αιγίνης, το μέλι, το λάδι και τα παξιμάδια Κυθήρων κ.ά., τα οποία προωθούνται στις αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού, ενισχύοντας σημαντικά τις τοπικές οικονομίες. Αυξημένη είναι επίσης η συμμετοχή της αλιείας στον πρωτογενή τομέα στην περιοχή του Αργοσαρωνικού, με σημαντικές ποσότητες αλιευμάτων, καθώς και η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ιχθυοκαλλιεργειών (κυρίως στα Μέθανα και τη Σαλαμίνα). Μάλιστα, τα νησιά της Περιφέρειας και ο Πειραιάς αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο υποδοχέα ιχθυοκαλλιεργειών της Ελλάδας μετά τη Χαλκιδική
Αλιεία
Πάντως ο κλάδος της αλιείας παρουσιάζει μια σταδιακή υποχώρηση τα τελευταία χρόνια και φαίνεται ότι αρχίζει να υποχωρεί μαζί με το ποσοστό του πρωτογενούς τομέα στο σύνολο της περιφερειακής οικονομίας. Στο αποτέλεσμα αυτό οδηγούν και οι ελλείψεις στην οργάνωση και την εμπορία των αγροτικών προϊόντων των νησιών, οι διοικητικές διαδικασίες εμπορίας, καθώς και τα υψηλά κόστη παραγωγής τους. Ως απόρροια των παραπάνω προκύπτει η συνεχής αποθάρρυνση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού να ασχοληθεί με τις πρωτογενείς δραστηριότητες.
Από το εξωτερικό περιβάλλον πάντως φαίνεται να υπάρχει μια τάση ενίσχυσης του πρωτογενούς τομέα, κυρίως μέσω της υψηλής ζήτησης των τοπικών παραδοσιακών προϊόντων των νησιών και της συνεχούς τυποποίησής τους. Επιπρόσθετα, η εφαρμοζόμενη αγροτική πολιτική αποτελεί ένα ισχυρό μέσο στήριξης της γεωργίας με την ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος. Το βασικότερο μέτρο στον τομέα αυτό είναι οι βιολογικές καλλιέργειες οι οποίες επιδοτούνται και είναι φιλικές προς το περιβάλλον.
Μία από τις σοβαρότερες απειλές που παρουσιάζονται στην Περιφέρεια και, περισσότερο στα νησιά της Περιφέρειας και αφορούν την πρωτογενή παραγωγή έχει να κάνει με την αναστροφή της ηλικιακής πυραμίδας. Κίνδυνο για την περαιτέρω εξέλιξη της γεωργίας αποτελεί και η απελευθέρωση της αγοράς αγροτικών προϊόντων στα οποία η Ελλάδα δεν είναι ανταγωνιστική. Τέλος, η θαλάσσια ρύπανση του Αργοσαρωνικού, η οποία επιδεινώνεται συνεχώς από τις εγκαταστάσεις βιομηχανίας και όχι μόνο της περιοχής, απειλεί άμεσα τον τομέα υδατοκαλλιεργειών και ιχθυοκαλλιεργειών.
Τα αίτια της εξέλιξης αυτής, πέρα από τη γενικότερη πορεία της αγροτικής οικονομίας της χώρας, εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στη ραγδαία αστικοποίηση περιοχών με γεωργική χρήση στην ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας, όπως τα Μεσόγεια, καθώς επίσης και στην αυξημένη ζήτηση παραθεριστικής κατοικίας σε νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές, όπως η Τροιζηνία, η οποία εκτοπίζει με ταχύ ρυθμό τον πρωτογενή τομέα, καθιστώντας επιτακτική τη λήψη μέτρων για την ανάδειξη του ρόλου της γεωργίας στην προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο των κατευθύνσεων της νέας Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και της σημασίας που αποδίδεται στην περιαστική γεωργία.
Ο ρόλος της Αιρετής Περιφέρειας Αττικής στην υποστήριξη του Πρωτογενούς τομέα Ο πρωτογενής τομέας στην Περιφέρεια Αττικής υπόκειται στον έντονο ανταγωνισμό με τις μητροπολιτικές δραστηριότητες. Η οριοθέτηση της γεωργικής γης ως υποσύνολο του «εξωαστικού χώρου» είναι ασαφής, με συνέπεια τόσο την υποβάθμιση της παραγωγικότητας των αγροτικών δραστηριοτήτων, όσο και τη συνεχή «σύγκρουσή» τους με άλλες χρήσεις.
Η Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής Αγροτικής Οικονομίας (ΓΔ ΠΑΓΡΟΙΚ) και Κτηνιατρικής είναι επιφορτισμένη με την ενασχόληση με ζητήματα που άπτονται του πρωτογενούς τομέα εντός της χωρικής ενότητας της Περιφέρειας Αττικής και αρμόδια για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της λειτουργίας όλων των οργανικών μονάδων που υπάγονται σ’ αυτή και την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους. Παράλληλα, οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή συνεργασία με το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο για την καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων και των υποθέσεων αρμοδιότητάς τους.
Από τις Διευθύνσεις που υπάγονται στη ΓΔ ΠΑΓΡΟΙΚ, «περιφερειακή εμβέλεια»έχουν:
• Η Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας,
• Η Διεύθυνση Κτηνιατρικής,
• Η Διεύθυνση Πολιτικής Γης,
Συγκεκριμένα, με βάση τον υφιστάμενο οργανισμό της Περιφέρειας Αττικής ΠΔ 145/2010 (ΦΕΚ 238 Α’) η Γενική Διεύθυνση αποτελείται από 12 Διευθύνσεις, εκ των οποίων η Διεύθυνση Αγροτικής και Κτηνιατρικής Πολιτικής με αρμοδιότητα σε όλη την Περιφέρεια Αττικής είναι αρμόδια μεταξύ άλλων για την εφαρμογή προγραμμάτων και τη λήψη μέτρων σε θέματα φυτικής και ζωικής παραγωγής και οι Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων επιφορτισμένες κυρίως με την κατάρτιση ετησίων και πολυετών περιφερειακών αναπτυξιακών προγραμμάτων για τη γεωργία, κτηνοτροφία και την αλιεία, την εκπόνηση και αξιολόγηση σχετικών μελετών και μέτρων πολιτικής, καθώς και τη μέριμνα και τη λήψη μέτρων για την ανάπτυξη και την ποιοτική βελτίωση της γεωργίας και κτηνοτροφίας στον τομέα της φυτικής και ζωικής παραγωγής.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά το αντικείμενο της Γεωργίας, ο ευρύτατος τομέας ευθύνης των Διευθύνσεων των χωρικών ενοτήτων, που άπτονται του αντικειμένου αυτού, περιλαμβάνει:
• Την επιστημονική στήριξη του γεωργικού τομέα της Αττικής για να καταστεί πιο ανταγωνιστικός, προσοδοφόρος, και βιώσιμος.
• Την ενίσχυση και διατήρηση της φυσικής παραγωγικής βάσης και του φυσικού περιβάλλοντος πάνω στο οποίο στηρίζεται αυτός ο παραγωγικός τομέας.
• Την εφαρμογή προγραμμάτων και την προσφορά υπηρεσιών που συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο γεωργικός τομέας της Περιφέρειας Αττικής.
• Την ενημέρωση του αγροτικού πληθυσμού και του πληθυσμού της περιοχής γενικότερα.
• Την ουσιαστική τεχνική στήριξη των αναπτυξιακών προσπαθειών των αγροτώνκαι γενικότερα όλων των κατοίκων της Περιφέρειας.
• Την εφαρμογή αναπτυξιακών και επενδυτικών προγραμμάτων που αφορούν τον παραγωγό και τον μεταποιητή.
• Τον φυτοϋγιειονοµικό και ποιοτικό έλεγχο µε σκοπό την εξασφάλιση της υγιεινής και ποιοτικής κατάστασης των τροφίμων που παράγονται και διακινούνται στην Περιφέρεια.
Οι βασικές λειτουργίες που ασκούνται από τις αποκεντρωμένες Διευθύνσεις βάσει των απαντήσεων των ερωτηματολογίων – είναι:
1. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας ανάγονται ιδίως στην κατάρτιση ετήσιων και πολυετών περιφερειακών αναπτυξιακών προγραμμάτων για τη γεωργία, κτηνοτροφία και την αλιεία, στην εκπόνηση και αξιολόγηση σχετικών μελετών και μέτρων πολιτικής καθώς και στη μέριμνα για την ανάπτυξη και την ποιοτική βελτίωση της γεωργίας και κτηνοτροφίας στον τομέα της φυτικής και ζωικής παραγωγής, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
2. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής ανάγονται ιδίως στη μέριμνα για την προστασία του ζωικού κεφαλαίου σε όλη την Περιφέρεια, την εξασφάλιση της υγείας των ζώων, τη λήψη αποφάσεων για ασθένειες ζώων που μπορεί να έχουν επιδημικό χαρακτήρα καθώς και τη λήψη μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας.
3. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Πολιτικής Γης αφορούν κυρίως στηνπαραχώρηση εκτάσεων σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα και ΟΤΑ, στην εκποίηση, ανταλλαγή και προστασία εποικιστικών εκτάσεων και στην έκδοση, διόρθωση και
ακύρωση τίτλων κυριότητας, στη σύνταξη τοπογραφικών προγραμμάτων, στη συγκρότηση τοπογραφικών συνεργείων από τεχνικούς υπαλλήλους, στη σύνταξη, τήρηση, συμπλήρωση και ολοκλήρωση θεματικών χαρτών με στοιχεία που συλλέγονται επιτόπου, καθώς και στην περιοδική ενημέρωση των τοπικών θεματικών χαρτών με τις μεταβολές που έχουν σημειωθεί, στη χορήγηση βεβαιώσεων και διαγραμμάτων για την εξυπηρέτηση πολιτών καθώς και στην έρευνα των φακέλων των εργασιών για τον έλεγχο αιτημάτων.
Ως βασικά κοινά προβλήματα αναδεικνύονται:
1. Απουσία οργανωμένου συστήματος διαχείρισης των περιεκτών των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των απορριπτόμενων πλαστικών υλικώντων θερμοκηπιακών μονάδων.
2. Πλημμελείς, ως προς των αριθμό, έλεγχοι από το Τμήμα Ποιοτικού & Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου (έλεγχοι των νωπών, βαθείας κατάψυξης και μεταποιημένων τροφίμων φυτικής προέλευσης κλπ) λόγω του μεγάλου αριθμού μονάδων εμπορίας των προϊόντων φυτικής προέλευσης και της μείωσης του αριθμού εκτός έδρας κινήσεων, γεγονός που συνεπάγεται κινδύνους για τη δημόσια υγεία
3. Έλλειψη χαρτών που να αποτυπώνουν τη γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας με αποτέλεσμα την αποσπασματική αντιμετώπιση της χωροθέτησης δραστηριοτήτων καθώς και τη μη ορθολογική χρήση λιπασμάτων.
4. Έλλειψη χαρτογράφησης εκτάσεων αμπελοκαλλιέργειας με συνέπεια τη δυσχέρεια διασταυρωτικών ελέγχων και ελέγχου των παράνομων φυτεύσεων.
5. Απουσία συστήματος διαχείρισης φυτών ή φυτικών προϊόντων για την πρόληψη εξάπλωσης επιβλαβών οργανισμών-καραντίνας
6. Προβλήματα που οδηγούν σε λανθασμένες αποφάσεις και δυσχεραίνουν τη διαφύλαξη της Δημόσιας Υγείας, όπως: πολυδιάσπαση των Υπηρεσιών που ασχολούνται υγιεινή και την ασφάλεια των τροφίμων, και του ζωϊκού κεφαλαίου, έλλειψη συντονισμού, αδυναμία ταχείας επίλυσης προβλημάτων από την πλευρά διοικητικών παραγόντων (μέσα μεταφοράς ελεγκτικών υπηρεσιών, δαπάνες για ταχεία αποστολή δειγματοληψιών).
7. Αδυναμία ικανοποίησης της αδειοδότησης και πλήρους ελέγχου των εγκαταστάσεων, λόγω του όγκου των παραγόμενων σε αυτές ζωικών Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης Α.Ε. 198προϊόντων και υποπροϊόντων.