Η ομιλία του Πανεπιστημιακού, Σπύρου Σακελλαρόπουλου, στην πολιτική εκδήλωση που διοργάνωσε η Δημοτική Παράταξη Βριλησσίων “Δράση για μία άλλη Πόλη”
Ξεκινάω με μια ένσταση σε σχέση με τη σημερινή πρόσκληση και τον τίτλο της εκδήλωσης. Νομίζω ότι το «σωστό» δεν είναι ακριβώς «γιατί η κοινωνία, οι άνθρωποι δεν αντιδρούν;» αλλά «γιατί ενώ υπάρχουν τόσες σημαντικές αντιδράσεις εδώ και δυο χρόνια, δεν γίνεται δυνατό να αποφευκτούν τα σχέδια της κυβέρνησης, της Ο.Ν.Ε., του Δ.Ν.Τ., της τρόικας κλπ». Αυτό είναι το θέμα. Ενώ έχουμε τόσες αντιδράσεις, γιατί αυτές δεν λειτουργούν ανασχετικά σ’ αυτήν την επίθεση. Και η απάντηση που δίνω σ’ αυτό το ερώτημα είναι ότι πρέπει να κατανοήσουμε το βάθος της επίθεσης την οποία δεχόμαστε αυτήν την περίοδο. Το βάθος και τη δύναμη του αντιπάλου. Αυτό είναι το πρώτο, για να καταλάβει κανείς πώς θα αντισταθεί.
Διαλεκτική σχέση μιας παγκόσμιας κρίσης
Η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα και της οποίας είμαστε όλοι μάρτυρες, είναι η διαλεκτική σχέση μιας παγκόσμιας κρίσης και ενός συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973, όταν υπήρχε μια πτώση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων σε διεθνές επίπεδο, έγινε προσπάθεια να αναχαιτιστεί με την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, με ότι αυτό συνεπάγεται, ιδιωτικοποιήσεις, αέναη λιτότητα, ελαστικές σχέσεις εργασίας κτλ. Ταυτόχρονα όμως τότε, έγινε και μια προσπάθεια να αναμορφωθούν τα κέρδη και μέσω πάρα πολύ μεγάλου δανεισμού, ο δανεισμός δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της Ελλάδας. Το πόσο έχουν δανειστεί οι χώρες στο εξωτερικό σε σχέση με το παρελθόν, είναι επίσης μια πραγματικότητα. Γινόντουσαν κρατικές δαπάνες, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις προσέφεραν υπηρεσίες και αγαθά στο κράτος, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, ανισόμετρα φυσικά από χώρα σε χώρα, αλλά η αύξηση των δημόσιων χρεών είναι ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο και στη δεκαετία του ’70 και του 80’ και του 90’ και στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Αυτό ήταν ένα γενικό μοντέλο, το οποίο εφαρμόστηκε για περίπου 30 χρόνια και έφτασε σε κάποια όρια.
Έφτασε σε κάποια όρια και γιατί καταρχήν από ένα σημείο και μετά δεν ήταν εύκολος ο περαιτέρω δανεισμός, γιατί εμφανίστηκαν στο παγκόσμιο παιχνίδι και νέοι παίκτες, όπως η Κίνα και η Ινδία, με υψηλό επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης και χαμηλούς μισθούς. Έφτασε σε κάποια όρια και για τις χώρες της Ο.Ν.Ε. γιατί με την εφαρμογή του ευρώ ήταν πολύ δύσκολο κάποιος να «παίξει» με την υποτίμηση του νομίσματος -μη υπαρχόντων των εθνικών νομισμάτων. Κατά συνέπεια κάποιες χώρες άρχισαν να καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερα μερίδια αγοράς σε σχέση με άλλες. Αυτοί οι παράγοντες συνοπτικά, είχαν σαν αποτέλεσμα να αρχίσει να πέφτει πάλι η κερδοφορία στις χώρες της Δύσης.
Πως θα ανακάμψουν οι κερδοφορίες
Εδώ τέθηκε ένα ερώτημα, ποιες πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν για να ανακάμψουν οι κερδοφορίες; Η πρώτη απάντηση που θα μπορούσε να υπάρξει είναι μια καινούργια τεχνολογική επανάσταση. Αυτό δεν κατέστη εφικτό, παρά τις αλλαγές που έγιναν στην τεχνολογία, διότι οι αλλαγές δεν ήταν τόσο μεγάλου βαθμού, όπως για παράδειγμα αυτές που έφερε η βιομηχανική επανάσταση στα μέσα του 19ου αιώνα. Δεύτερη δυνητική απάντηση θα μπορούσε να είναι μια αλλαγή του μοντέλου παραγωγής, φυσικά εντός του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής, όπως ήταν ο Φορντισμός τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Ούτε αυτό έγινε εφικτό, παρά την εφαρμογή των ευέλικτων σχέσεων εργασίας. Άρα η τρίτη λύση που υπήρξε και υπάρχει, είναι μια πάρα πολύ μεγάλη μεταφορά πλούτου από τον κόσμο της εργασίας στον κόσμο του κεφαλαίου. Δεν μιλάμε πλέον για αέναη λιτότητα, μιλάμε για τεράστιες αλλαγές, αυτό πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας. Αυτό είναι το γενικό επίπεδο.
Τώρα, η Ελλάδα, για μια σειρά από λόγους, (αναφέρθηκε σχετικά και ο Γιάννης), θα πω κι’ εγώ, όπως για παράδειγμα για το γεγονός ότι η μεταπολεμική ανάπτυξη της Ελλάδας έδωσε πολύ μεγάλη σημασία στη ναυτιλία, στον τουρισμό, στις κατασκευές και την οικοδομή, στην εκμετάλλευση φτηνού εργατικού δυναμικού (οι μισθοί στην Ελλάδα ήταν πάντα πιο φτηνοί σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη, με την εξαίρεση της Πορτογαλίας), ενώ τα τελευταία 20 χρόνια η ανάπτυξη στηρίχτηκε στην υπερεκμετάλλευση της μαύρης εργασίας των μεταναστών, όλα αυτά έδωσαν τη δυνατότητα να υπάρξει αρκετά σημαντική καπιταλιστική ανάπτυξη, φυσικά με αυξομειώσεις και αλλαγές. Συν το δανεισμό, που περιγράψαμε προηγούμενα, ως αγορά από το κράτος προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτό το μοντέλο τα τελευταία 4-5 χρόνια άρχισε να λαχανιάζει. Ο τουρισμός μειώθηκε, (από το 2004 ο τουρισμός μειώνεται), υπάρχουν γι’ αυτό πολλοί παράγοντες, ένας είναι η παγκόσμια κρίση, το ακριβό ευρώ επίσης παίζει ένα ρόλο. Οι κατασκευές επίσης μειώθηκαν, γιατί τα μεγάλα έργα στηρίχτηκαν κυρίως στις δημόσιες δαπάνες και αυτό είχε ένα όριο. Τα έσοδα από τη ναυτιλία, επίσης περιορίζονται, ακριβώς λόγω της παγκόσμιας ύφεσης, λιγότερα προϊόντα μετακινούνται – λιγότερα έσοδα έρχονται.
Από ένα σημείο και μετά, καθώς η χώρα μπαίνει στην Ο.Ν.Ε. με μόνο «ισχυρό χαρτί» της τους χαμηλούς μισθούς και την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών, αυτό δεν είναι επαρκές για να συναγωνιστεί τα προϊόντα και τις δυνατότητες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών Δυτικών χωρών και η χώρα γνωρίζει προοδευτικά μια μεγάλη πτώση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος και τα ελλείμματα αυξάνονται.
Δημιουργείται μία νέα κατάσταση
Μέσα σ’ αυτό το διπλό πλαίσιο, που είναι η διεθνής κρίση και η ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης, η οποία όμως πέφτει μέσα στη διεθνή κρίση, δημιουργείται μια νέα κατάσταση. Από τη μια πλευρά γίνεται μια προσπάθεια, απ’ όλα εκείνα τα συγκροτήματα που έχουν ελληνικά ομόλογα, να περιορίσουν το κόστος που θα έχει μια πιθανή ελληνική χρεοκοπία, και από την άλλη πλευρά –κι’ αυτό είναι το πιο ουσιαστικό- να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο θα διαφέρει πάρα πολύ σε σχέση με ότι υπήρχε πιο πριν και το οποίο στη συνέχεια θα μπορεί να εξαχθεί και στο εξωτερικό.
Με αυτή την έννοια, στην Ελλάδα γίνεται ένα ιδιότυπο κοινωνικό πείραμα, το οποίο θα χαρακτηρίζεται από μια πολύ μεγάλη μεταφορά πλούτου από τους εργαζόμενους προς τον ιδιωτικό τομέα που θα επιβιώσει, από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις προς τις μεγάλες συγκεντρωποιημένες επιχειρήσεις, και ταυτόχρονα θα υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός εργαζομένων που θα αμείβονται με πολύ χαμηλούς μισθούς, (αυτά που λέγονται για 400€ κατώτερο μισθό, δεν απέχουν από την πραγματικότητα), άρα πάμε για μια μεγάλη μείωση των εισοδημάτων, ενώ θα έχουμε και μια υψηλή ανεργία η οποία θα πιέζει τα εισοδήματα να παραμένουν χαμηλά. Γι’ αυτό υπάρχει και αυτή η τεράστια φασαρία για τη μείωση των εισοδημάτων στο δημόσιο τομέα, ακριβώς γιατί οι υψηλοί μισθοί στο δημόσιο τομέα πιέζουν ανοδικά τους μισθούς και στον ιδιωτικό τομέα.
Ποια η στρατηγική που εκπονείται
Άρα στην ουσία έχουμε μια στρατηγική που εκπονείται, (δεν μιλάμε εδώ για συνομωσίες αλλά για στρατηγικές), η οποία θα οδηγήσει –και οδηγεί- μια χώρα, στην πτώχευση των κατοίκων της, στον πλουτισμό μιας μικρής μειοψηφίας και στην είσοδο ξένων μονοπωλιακών επιχειρήσεων και κεφαλαίων που θα εκμεταλλευτούν πλευρές αυτής της κατάστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση που γίνεται για το «κούρεμα». Αν συμβεί «κούρεμα» σημαίνει ότι κάποιοι θα χάσουν πολλά χρήματα. Κάποια ομόλογα θα χάσουν την αξία τους. Κάτι λοιπόν πρέπει να πάρουν πίσω για να δεχτούν να τα χάσουν. Κι’ αυτό θα σημαίνει είτε παραχώρηση πλουτοπαραγωγικών πηγών, είτε κρατικοποίηση και στη συνέχεια παραχώρηση ελληνικών τραπεζών, είτε δημιουργία ζωνών ελεύθερης οικονομικής εκμετάλλευσης, όπου εκεί δεν θα ισχύει το εργατικό δίκαιο για να μπορεί να εξασφαλιστεί η απόσπαση υπερκερδών, κυρίως με επενδύσεις στον τουρισμό.
Αυτά τα λέω για να καταλάβουμε πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Εδώ δεν είμαστε στο πλαίσιο ενός απεργιακού αγώνα, όπου υπάρχει ένας νόμος που έρχεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, με αρνητικές πλευρές ή χειρότερος από τον προηγούμενο νόμο, άρα γίνονται απεργίες και κινητοποιήσεις για να αποσυρθεί αυτός ο νόμος και να γυρίσουμε στην προηγούμενη κατάσταση. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε σε προγενέστερη κατάσταση. Είναι τόσο συνολική η επίθεση που δεχόμαστε, που δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο 2008, αυτό θα ήταν ουτοπία.
Άρα, τα δυο σενάρια που μπορούν να υπάρξουν –τα λέω πολύ σχηματικά- είναι ή ότι θα προχωρήσει αυτός ο σχεδιασμός και σύντομα, όχι μετά από εκατό χρόνια αλλά ύστερα από 2-3 χρόνια, θα βιώνουμε μια αφόρητη πραγματικότητα σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, ή θα υπάρξει κάτι άλλο. Κάτι αριστερό, ριζοσπαστικό, το οποίο θα τροποποιήσει τους συσχετισμούς δύναμης και θα δώσει τη δυνατότητα στον ελληνικό λαό να βγάλει τη θηλιά που έχει στο λαιμό του.
Τι μπορεί να γίνει
Εξηγώ λοιπόν, γιατί παρά τους αγώνες που υπάρχουν, δεν έχει γίνει δυνατό να υπάρξουν υποχωρήσεις από την πλευρά των κρατούντων. Σε κοινωνικό επίπεδο αυτή η διαπίστωση είχε την εξής μορφή: Υπήρξε μια αντίληψη, και στην αριστερά και στον καθένα, ότι ξεκινάει αυτή η επίθεση την άνοιξη του 2010, -τι μπορεί να γίνει; – να γίνει μια μεγάλη απεργία με πάρα πολύ κόσμο να συμμετέχει, μια μεγάλη κινητοποίηση και δεν μπορεί, θα κάνουν πίσω! Έγινε αυτό στις 25 Μάιου του 2010, έφυγαν και τρείς βουλευτές από το ΠΑΣΟΚ αλλά η κατάσταση συνεχίστηκε. Την άνοιξη του 2011, με το μεσοπρόθεσμο πια και όχι το μνημόνιο, δηλαδή με μέτρα πάνω στα μέτρα, ξεκινάει το κίνημα των πλατειών, το οποίο είναι συγκλονιστικό, δεν είναι αστείο. Το ότι για δύο μήνες, σε όποια πόλη της Ελλάδας, μικρή ή μεγάλη, υπήρχε κινητοποίηση δεν είναι ασήμαντο. Μπροστά σ’ αυτό το γεγονός, τα Ιουλιανά του 1965 μοιάζουν με παιδική χαρά! Μιλάμε για κάτι πάρα πολύ σοβαρό, που όμως δεν κατάφερε να αποτρέψει την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου.
Άρα μένει ένα ερώτημα. Και κατά τη γνώμη μου η απάντηση είναι εδώ, ότι χρειάζεται μια διαλεκτική σχέση των κοινωνικών κινητοποιήσεων με ένα συνολικότερο πολιτικό σχέδιο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, μια και μιλάμε για το χώρο της αριστεράς, υπάρχουν τρεις απαντήσεις, σχηματικά, χωρίς να θέλω να αδικήσω απόψεις: Η πρώτη απάντηση που δίνεται από το Κ.Κ.Ε., ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα με ρίζες στη χώρα μας, είναι ότι όλα αυτά τα προβλήματα θα επιλυθούν όταν εφαρμοστεί η λαϊκή εξουσία. Δεν υπάρχει όμως κανείς σχεδιασμός, για το πώς θα έρθει αυτή η λαϊκή εξουσία, πέραν του να ενισχυθεί εκλογικά το κομουνιστικό κόμμα. Δεν υπάρχει καμία περιγραφή περί του τι ακριβώς εννοούμε «λαϊκή εξουσία», ποιο το περιεχόμενό της. Αντίθετα, αυτή την περίοδο, όπου θα περίμενε κανείς τουλάχιστον να υπάρξει μια ενωμένη αντίδραση του λαού στους κοινωνικούς αγώνες, αυτό που υπάρχει είναι η επιλογή του ΚΚΕ, να έχει ξεχωριστή παρουσία, ξεχωριστές συγκεντρώσεις και ξεχωριστές πορείες.
Η δεύτερη απάντηση, που δίνεται κυρίως από την πλειοψηφία του Συνασπισμού, δίνει ιδιαίτερο βάρος στο να δημιουργηθεί ένα μέτωπο δυνάμεων, το οποίο να οδηγήσει στην απόσυρση του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου. Και επιπλέον, θεωρεί ότι κάτω από τις σημερινές συνθήκες έχει ιδιαίτερη σημασία να γίνουν και εκλογές. Σε ότι αφορά το θέμα των εκλογών, πιστεύω, ότι παρ’ ότι αυτές θα δείξουν μια άνοδο των κομμάτων της αριστεράς και μια υποχώρηση των κυρίαρχων κομμάτων, υπάρχει ο κίνδυνος, εάν δεν υπάρξουν ενδιάμεσα άλλες εξελίξεις, να λειτουργήσουν νομιμοποιητικά στην υφιστάμενη πολιτική. Γιατί πολύ απλά θα υπάρξει κάποια κυβέρνηση, Ν.Δ. / ΠΑΣΟΚ /πρόθυμοι ή κάτι τέτοιο, η οποία θα πει, παιδιά μπράβο, πήγατε πολύ καλά η αριστερά, αλλά εμείς είμαστε η πλειοψηφία, άρα συνεχίζουμε την εφαρμογή αυτού του προγράμματος. Ταυτόχρονα, η υπογράμμιση της σημασίας ενός στενού αντιμνημονιακού αγώνα, που θα έχει δηλαδή ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν απαντάει σε κάτι που είναι και δικός μου προβληματισμός: Ωραία, θα πούμε Όχι στο μνημόνιο, Όχι στο μεσοπρόθεσμο, και μετά; Μετά υπάρχει ένα ζήτημα, το οποίο το έβαλε με τον πιο ωμό τρόπο ο Καστανίδης, ότι τα δημόσια έσοδα είναι 55δις, βγάλτε τα πέρα με αυτά. Τι θα κάνεις με το πρωτογενές έλλειμμα, πώς θα το λύσεις; Αν εδώ δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη απάντηση, η οποία με σχεδιασμό να προωθήσει τα πράγματα σε άλλη κατεύθυνση, τότε απλώς υπάρχει μια αμηχανία και πολλαπλασιάζονται οι αγωνίες του κόσμου για την επόμενη ημέρα. Γιατί αυτό είναι το βασικό αυτή τη στιγμή, η επόμενη ημέρα.
Από την άλλη πλευρά, ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είχε κάνει πριν από 14 μήνες μια πρόταση, στην οποία ανέφερε ότι υπάρχει μια σειρά από αιτήματα που πρέπει να προωθηθούν, όπως είναι η στάση πληρωμών, η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η ρήξη με το ευρώ και την Ε.Ε. η αναδιανομή του εισοδήματος, ωστόσο και αυτός ο χώρος δεν μπόρεσε σε δεύτερο χρόνο, να προχωρήσει μια σειρά από προτάσεις και πρωτοβουλίες, οι οποίες να δώσουν δυνατότητα κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.
Αυτό που πιστεύω αυτή τη στιγμή, είναι ότι πρέπει να δούμε μια διττή κίνηση: πρέπει να δει κανείς, όπου μπορούν, να υπάρξουν κοινές κοινωνικές αντιστάσεις αντίστοιχες των επόμενων ημερών, (σ.σ. εννοεί τις συγκεντρώσεις της 19ης και 20ης Οκτωβρίου), αλλά δεν αρκεί αυτό. Πρέπει κανείς να δει πέραν και ενός προγράμματος, όπως αυτό που ανέφερα, που βασίζεται σε 5 πυλώνες, κυρίως στην έξοδο από τη Ε.Ε. και το ευρώ, την εθνικοποίηση των τραπεζών, την αναδιανομή του εισοδήματος και την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Είναι εντελώς αναγκαίο να υπάρξουν συγκεκριμένες επεξεργασίες, οι οποίες να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Δηλαδή, στην Ελλάδα έχουμε διατροφικό έλλειμμα, εισάγουμε πάρα πολλά τρόφιμα από το εξωτερικό. Πώς αυτό θα λυθεί, ώστε σε περίπτωση στάσης πληρωμών να μην υπάρξουν σοβαρά προβλήματα τροφοδοσίας; Τι θα κάνουμε με το ενεργειακό πρόβλημα, με το γεγονός ότι εισάγουμε πετρέλαιο από το εξωτερικό; Σε ποιες χώρες θα απευθυνθείς, ποιες προτεραιότητες θα τεθούν για διεθνείς συμμαχίες; Και το κυριότερο, τι αλλαγές θα κάνεις στο πρότυπο ζωής που έχεις, ποιο καταναλωτικό πρότυπο θα αποκτήσεις, τι είδους οργάνωση της οικονομίας θα έχεις, πόσο θα συμμετέχουν οι εργαζόμενοι σ’ ένα πλαίσιο κοινωνικοποιημένου τρόπου παραγωγής; Τι θα παραχθεί, κάτω από ποιες συνθήκες, σε τι ποσότητες; Όλα αυτά τα ερωτήματα μπορεί να μας φαίνονται κάπως περίεργα ή «τραβηγμένα», ωστόσο η άλλη λύση είναι αυτή που έχουν επιλέξει τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα.
Πτώχευση ή επιλεκτική πτώχευση
Δηλαδή μια χώρα, η οποία εντός των επομένων 2-3 μηνών θα έχει προχωρήσει, είτε απότομα σε πτώχευση είτε σε «επιλεκτική» πτώχευση, με ότι αυτό συνεπάγεται. Μια χώρα όπου ο κόσμος με μια σειρά μέτρων, δεν θα μπορεί να τα βγάλει πέρα, θα αρχίσει να πουλάει τα σπίτια του, η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλή, έχει μπει κι αυτή στο στόχαστρο. Πάμε σε τέτοιες καταστάσεις, σε καταστάσεις όπου ίσως και η δεκαετία του ’50 να είναι παράδεισος σε σχέση με αυτό που πάει να γίνει. Όταν η ανεργία σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΕΕ είναι 22%, με προοπτική να φθάσει το 26% στο τέλος του χρόνου, καταλαβαίνει κανείς για τι συζητάμε. Κατά συνέπεια μπροστά μας, τους επόμενους μήνες, είναι ένας κοινωνικός όλεθρος. Δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο να μας γυρίσει πίσω, στο 2008, στο 2007, στο 2005, στο 2004, να είμαστε όλοι μαζί ευχαριστημένοι που ο Χαριστέας έβαλε την κεφαλιά. Θα βρεθούμε σε μια κατάσταση που χρειάζεται ριζικές ανατροπές. Ανατροπές που δεν απαιτούν κραυγές υπέρ του σοσιαλισμού, απαιτούν όμως ρήξη με την υπάρχουσα κατάσταση και ένα διαφορετικό σχεδιασμό, με κέντρο τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων, με μια διαφορετική βάση ανάπτυξης της χώρας, με κοινωνικοποιημένη παραγωγή, η οποία δεν θα είναι μια εύκολη πορεία, δεν θα είναι ένας εύκολος δρόμος, αλλά στην κατάσταση που είναι τα πράγματα, κατά τη γνώμη μου είναι η μόνη λύση.