Συμβασιούχοι Δημοσίου: Ανατροπή στη νομολογία των δικαστηρίων από το Εφετείο της Αθήνας
«…μέχρι η Ελλάδα να λάβει επαρκή μέτρα, δηλαδή νέο νόμο, που να αποτρέπουν την κατάχρηση εις βάρος των συμβασιούχων και να τιμωρούν τον εργοδότη και όχι τον εργαζόμενο, τα δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν τους εργαζομένους που διαπιστώνεται ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Αποτελεσματικό μέτρο προστασίας αποτελεί ο αναχαρακτηρισμός της σύμβασης ορισμένου χρόνου σε αορίστου σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, χωρίς να εμποδίζεται η εφαρμογή του από το Σύνταγμα, καθώς δεν αποτελεί μετατροπή αλλά ορθό νομικό χαρακτηρισμό από τα δικαστήρια, ερμηνεία που είχε υιοθετήσει ομόφωνα και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου 18/2006».
Με το παραπάνω σκεπτικό το Εφετείο της Αθήνας ανατρέπει την ως τώρα νομολογία σε ότι έχει να κάνει με συμβασιούχους του Δημοσίου!
Ειδικότερα, το Εφετείο της Αθήνας με την υπ’ αριθμ. 2050/2023 απόφαση του κρίνοντας έφεση εργαζομένων μέσω προγραμμάτων του πρώην ΟΑΕΔ στο Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείου Εργασίας) «εξαφάνισε» την απορριπτική για αυτούς απόφαση του πρωτοδικείου και έκανε δεκτή την αγωγή τους.
Πιο αναλυτικά, επισημαίνει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι η κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα που θα αποτρέπουν και θα «τιμωρούν» τον εργοδότη (ακόμη και αν αυτός είναι το Δημόσιο), ο οποίος θα προσλαμβάνει καταχρηστικά συμβασιούχους για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του.
Ωστόσο στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά καταλήγει το Εφετείο το μέτρο της αποζημίωσης που υιοθέτησε ο νομοθέτης με το άρθρο 7 του ΠΔ 164/2004 στην πραγματικότητα αποτελεί καταβολή των αποδοχών, που σε κάθε περίπτωση ήδη από προγενέστερες διατάξεις δικαιούται ο εργαζόμενος και όχι ειδικό μέτρο «τιμωρίας» του εργοδότη, ενώ και η απειλή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων στο εργοδότη που προβλέπει το ίδιο άρθρο στην πραγματικότητα δεν έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά ή κατασταλτικά.
Από την άλλη, επισημαίνει το Εφετείο ότι και τα ελληνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξειδικεύουν στην κάθε ξεχωριστή υπόθεση των συμβασιούχων που κρίνουν με ποιο τρόπο και με ποια συγκεκριμένα μέτρα προστατεύονται από την καταχρηστική εις βάρος τους συμπεριφορά του εργοδότη και να μην αρκούνται σε «γενικές αναφορές» ότι όλα τα μέτρα που έχει υιοθετήσει η Ελλάδα είναι αποτελεσματικά, όπως εξάλλου και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει επανειλημμένως επισημάνει.
Τέλος καταλήγει το Εφετείο ότι μέχρι η Ελλάδα να λάβει επαρκή μέτρα, δηλαδή νέο νόμο, που να αποτρέπουν την κατάχρηση εις βάρος των συμβασιούχων και να τιμωρούν τον εργοδότη και όχι τον εργαζόμενο, τα δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν τους εργαζομένους που διαπιστώνεται ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Αποτελεσματικό μέτρο προστασίας, επισημαίνει το δικαστήριο, αποτελεί ο αναχαρακτηρισμός της σύμβασης ορισμένου χρόνου σε αορίστου σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, χωρίς να εμποδίζεται η εφαρμογή του από το Σύνταγμα, καθώς δεν αποτελεί μετατροπή αλλά ορθό νομικό χαρακτηρισμό από τα δικαστήρια, ερμηνεία που είχε υιοθετήσει ομόφωνα και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου 18/2006.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Υπενθυμίζεται ότι απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από το 2016 (ΔΕΚ, απόφαση υπ’αριθ. C-596/14 της 14ης Σεπτ. 2016) για πρώτη φορά εξομοιώνει τις συμβάσεις εργασίας κάθε είδους (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, συμβάσεις έργου, συμβάσεις εργασιακής εμπειρίας, συμβάσεις ΕΣΠΑ, συμβάσεις εκπαίδευσης-κατάρτισης, συμβάσεις αναπλήρωσης-αντικατάστασης συναδέλφου κ.α.) ως προς όλους τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης (μισθό, επιδόματα, τριετίες, προειδοποίηση, αποζημίωση απόλυσης) με τις συμβάσεις αορίστου χρόνου!!
Γιατί είναι σημαντική η συγκεκριμένη απόφαση
Ο δικηγόρος Παναγιώτης Καμπίτης από την δικηγορική εταιρεία Χ.ΝΙΚΟΛΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ–Φ.ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ–Π.ΚΑΜΠΙΤΗΣ–Δ.ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ που χειρίστηκε την υπόθεση δηλώνει:
«Η σπουδαιότητα της απόφασης του Εφετείου της Αθήνας δεν προσδιορίζεται μόνο στο ευνοϊκό αποτέλεσμα για τους συγκεκριμένους εργαζομένους, αλλά ιδίως στο γεγονός ότι με αναλυτικότατο σκεπτικό αποδομεί την επιχειρηματολογία ότι στην Ελλάδα το προστατευτικό μέτρο της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 7 του ΠΔ 164/2004 (Διάταγμα Παυλόπουλου) για τους συμβασιούχους είναι επαρκές. Επομένως και παρά την αρνητική νομολογία του Αρείου Πάγου, το Εφετείο επισημαίνει ότι μοναδικό εργαλείο του Έλληνα δικαστή για να περιοριστεί το νοσηρό φαινόμενο της χρήσης συμβάσεων ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών στο δημόσιο τομέα αποτελεί ο ορθός χαρακτηρισμός τους ως αορίστου χρόνου».