Τέλος στα χρέη – ουρά που αφήνουν οι πλειστηριασμοί
Χιλιάδες κόκκινοι δανειολήπτες έχουν πέσει θύματα της άγνοιας των δικαιωμάτων τους για τα οποία δεν ενημερώνονται από τους servicers και τις τράπεζες με αποτέλεσμα να χάνουν το σπίτι τους σε πλειστηριασμό και επειδή το χρέος τους προς την τράπεζα είναι μεγαλύτερο από την αξία του ακινήτου που βγήκε στο σφυρί εμφανίζονται να εξακολουθούν να έχουν χρέη.
Εάν για παράδειγμα ένας δανειολήπτης αδυνατεί να αποπληρώσει δάνειο 100.000 ευρώ και δεν υπάρχει δυνατότητα ρύθμισης μέσω εξωδικαστικού, αλλά ούτε εμπίπτει στις διατάξεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας ως ευάλωτος, τότε οδηγείται στο στάδιο της «πτώχευσης και δεύτερης ευκαιρίας».
Ακόμα και αυτοί που έχασαν περιουσία πριν από το 2020 μπορούν να ζητ’ήσουν απαλλαγή με δικαστική απόφαση. Με τις αλλαγές που προωθούνται τράπεζες και servicers θα είναι υποχρεωμένοι να δέχονται την προτεινόμενη λύση του εξωδικαστικού μηχανισμού, με μεγαλύτερο κούρεμα, το οποίο θα περιλαμβάνει το υπόλοιπο του χρέους εάν γινόταν πληστηριασμός
Το στάδιο αυτό θεσμοθετήθηκε με τον νέο πτωχευτικό κώδικα το 2020, ο οποίος επιτρέπει πλέον την πτώχευση και σε φυσικά πρόσωπα, δίνοντας τη δυνατότητα να κάνουν νέα αρχή.
Εάν υπάρχει περιουσία, αυτή ρευστοποιείται μέχρι την αξία της οφειλής και στη συνέχεια εκδίδεται απαλλακτικό, το οποίο σταματά κάθε άλλη απαίτηση και τον κάνει πάλι επιλέξιμο για να λάβει δάνεια, να ξεκινήσει επιχειρηματική δραστηριότητα και γενικά να κάνει νέο ξεκίνημα.
Το απαλλακτικό για αυτούς που έχασαν την περιουσία τους (π.χ. το σπίτι τους) σε πλειστηριασμό βγαίνει σε ένα έτος, ενώ εάν δεν υπήρχε καν περιουσιακό στοιχείο, τότε βγαίνει σε τρία χρόνια. Μοναδική προϋπόθεση ήταν η ένταξη στον νέο πτωχευτικό και η αίτηση στο δικαστήριο. Σήμερα υπάρχουν περίπου 5.500 αιτήσεις, εκ των οποίων οι 2.800 έχουν λάβει αριθμό εκδίκασης.
Παράδειγμα
Ο νέος πτωχευτικός, όμως, καλύπτει και όσους είχαν χρέη και παρά τους πλειστηριασμούς έμενε ένα τμήμα χρέους που ήταν συνεχώς απαιτητό από τους πιστωτές. Για παράδειγμα, εάν η οφειλή ήταν 100.000 ευρώ και το ακίνητο στο πλειστηριασμό «έπιανε» 120.000 ευρώ, διαγραφόταν το χρέος των 100.000 ευρώ και επέστρεφαν στον οφειλέτη τα υπόλοιπα 20.000 ευρώ.
Εάν, όμως, το ακίνητο «έπιανε» 80.000 ευρώ, τότε τα υπόλοιπα 20.000 ευρώ (μέχρι τα 100.000 ευρώ της οφειλής) παρέμεναν απαιτητά από τους πιστωτές, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης αυτός να μην ξεχρεώνει ποτέ.
Από το 2020, με τον νέο πτωχευτικό δίνεται λύση, με προσφυγή στο δικαστήριο, το οποίο θα του έδινε το απαλλακτικό.
Οσοι οφειλέτες γνώριζαν τον νόμο ή κάποιος τους ενημέρωνε, τότε σταματούσαν την «ατελείωτη» οφειλή με δικαστική απόφαση. Οσοι δεν γνώριζαν, ακόμα πληρώνουν. Οι τράπεζες και οι servicers δεν είναι υποχρεωμένοι να ενημερώνουν τους οφειλέτες πώς να αποφύγουν την πτώχευση. Δηλαδή, η συνέχιση της απαίτησης ήταν νόμιμη.
Βελτιώσεις
Αυτό, με τις νέες βελτιώσεις που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα και περιλαμβάνονται στο νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για τον χρηματοπιστωτικό τομέα αλλάζουν τα δεδομένα. Με απλά λόγια, αυτοματοποιεί τη «διαγραφή» του υπολοίπου της οφειλής από έναν πλειστηριασμό.
Τεχνικά, πρόκειται για μια αλλαγή στον αλγόριθμο του εξωδικαστικού μηχανισμού που λαμβάνει υπόψη ότι η ανάκτηση της οφειλής θα γίνει στο 65% της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Η διαφορά διαγράφεται και, έτσι, αυτό μετατρέπεται σε δυνατότητα για μεγαλύτερο κούρεμα κατά 28% στην προτεινόμενη ρύθμιση.
Διότι για τις τράπεζες και τους servicers δεν συμφέρει η πτώχευση του οφειλέτη, ούτε μπορούν να διεκδικήσουν το υπόλοιπο της οφειλής από τον πλειστηριασμό. Ετσι, στο υπόλοιπο γίνεται κούρεμα.
Τεχνικά ελήφθη η πράξη που δείχνει ότι:
Πρώτον, το 75% των πλειστηριασμών καταλήγει άγονο.
Δεύτερον, οι περισσότεροι πλειστηριασμοί προχωρούν την τρίτη φορά, με αξία στο 65% της αρχικής. Η πρώτη προσφορά ξεκινά με την εμπορική αξία.
Συνεπώς, τόσο αυτοί που έχασαν την περιουσία τους στον πλειστηριασμό πριν από το 2020 και έμεινε χρέος, όσο και αυτοί με τον νέο πτωχευτικό αλλά και με τις νέες βελτιώσεις, μπορούν να διεκδικήσουν τον μηδενισμό του υπολοίπου.
Η διαφορά είναι ότι με τις νέες βελτιώσεις η διαδικασία γίνεται πιο εύκολη και με πιο αυτοματοποιημένο τρόπο.
Επίσης, οι τράπεζες και οι servicers θα πρέπει να προσφέρουν καλύτερη ενημέρωση στον δανειολήπτη οφειλέτη, στο πλαίσιο ότι θα πρέπει να του μειώνουν τον κίνδυνο.
Επίσης με τις νέες ρυθμίσεις οι servicers θα έχουν την υποχρέωση να παρέχουν μέσω ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας προσωποποιημένη και αναλυτική ενημέρωση προς τους οφειλέτες, για το ύψος της οφειλής, το ιστορικό των πληρωμών, τις δόσεις, το επιτόκιο της ρύθμισης κ.λπ.
Ο οφειλέτης θα μπορεί να βλέπει τα στοιχεία αυτά εισερχόμενος με χρήση του κωδικού του σε ειδική εφαρμογή στις ιστοσελίδες των servicers (κατ’ αναλογία με το webbanking των τραπεζών). Το σύστημα προσωποποιημένης πληροφόρησης θα πρέπει να τεθεί σε λειτουργία το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2024.
Έως τότε οι servicers υποχρεούνται να παρέχουν εγγράφως τις πληροφορίες αυτές (ύψος οφειλής, δόσεις, επιτόκιο κ.λπ.) σε κάθε δανειολήπτη έπειτα από αίτησή του σε προθεσμία 30 ημέρων.