Τελευταίοι σε μισθούς και αγοραστική δύναμη οι Έλληνες εργαζόμενοι
Η Ελλάδα κατά την τελευταία 15ετία υπέστη σημαντική καθίζηση ως προς την αγοραστική δύναμη των μισθών στον ιδιωτικό τομέα.
Σύμφωνα με τη Eurostat, οι Ελληνες εργαζόμενοι έχουν τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρώπη των 27, μαζί με τους Βούλγαρους.
Κατά τον ΟΟΣΑ η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις σε μισθολογικά ζητήματα, με τον τρίτο χαμηλότερο μισθό ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ, ξεπερνώντας μόνο το Μεξικό και την Κολομβία.
Παράλληλα, σύμφωνα με έρευνα της ΕΝΥΠΕΚΚ, την περίοδο 2020-2024 οι αυξήσεις των μισθών ήταν 14,25% ενώ οι αυξήσεις των φόρων 49%.
Επίσης τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα παραμένει σε πολύ χαμηλή θέση συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, που έχουν εφαρμόσει ανάλογο σύστημα καθορισμού των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα.
Παρά τις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού τα τελευταία έτη, η αγοραστική δύναμη υπολείπεται σημαντικά, ειδικά σε σύγκριση με τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης.
Ομως, σε σχέση με τη θέση που κατείχε η χώρα το 2009, τα στοιχεία δείχνουν ότι το α’ εξάμηνο του 2024 η Ελλάδα έχει υποχωρήσει και συγκριτικά με τα κράτη-μέλη της Μεσογείου, αλλά ακόμα και με εκείνα της Ανατολικής Ευρώπης.
Καθοδικά την τελευταία 15ετία
Ουσιαστικά, φαίνεται ότι η Ελλάδα κατά την τελευταία 15ετία υπέστη σημαντική καθίζηση ως προς την αγοραστική δύναμη των μισθών στον ιδιωτικό τομέα.
Η ανάλυση που έχει γίνει από τους ειδικούς του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ δείχνει ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, από το α’ εξάμηνο του 2009 έως το α’ εξάμηνο του 2024, δηλαδή μέσα σε μία 15ετία, κυμάνθηκε σε ένα πολύ μικρό εύρος από τα 701 έως τα 780 ευρώ (μεικτά).
Ο μισθός στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και υποδηλώνει έντονες οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ αποτελεί μια εκτενή ανάλυση της ποιότητας ζωής στις χώρες-μέλη του οργανισμού, αξιολογώντας διάφορους τομείς που επηρεάζουν την ευημερία των πολιτών, όπως εισόδημα, εργασία, στέγαση, υγεία και κοινωνικές σχέσεις. Οι δείκτες αυτοί αποτυπώνουν τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία της Ελλάδας, παρουσιάζοντας μια σαφή εικόνα της καθημερινής ζωής και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες.
Στον τομέα του εισοδήματος και της εργασίας, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες. Εκτός από τους χαμηλούς μισθούς, οι πραγματικοί μισθοί (η αγοραστική δύναμη των μισθών) έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και του αυξανόμενου πληθωρισμού.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι Ελληνες να δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, με περισσότερους από το 65% των πολιτών να δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες. Συγκριτικά, το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από το 2010, γεγονός που δείχνει ότι τα οικονομικά προβλήματα έχουν γίνει εντονότερα με την πάροδο του χρόνου.
Ο κατώτατος
Την ίδια ώρα, τον ερχόμενο Ιανουάριο, θα ξεκινήσει η διαδικασία για τον προσδιορισμό του νέου κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα ο οποίος θα εφαρμοστεί από την 1/4/2025.
Οι προσεγγίσεις των οικονομολόγων «φωτογραφίζουν» μια αύξηση της τάξεως των 40 ευρώ ώστε ο κατώτατος μισθός να διαμορφωθεί στα 870 ευρώ από 830 σήμερα.
Επίσης ισόποσα με τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα θα αυξάνεται και ο μισθός για τον νεοεισερχόμενο στο δημόσιο τομέα από την 1/1/2026.
Ομως ειδικά για το 2025, η προσαύξηση θα καταβάλλεται στους δικαιούχους απομειωμένη κατά την υφιστάμενη στις 31/12/2024 διαφορά μεταξύ του βασικού μισθού του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.
Δηλαδή σήμερα ο βασικός μισθός στο Δημόσιο είναι 20 ευρώ περισσότερο από τον ιδιωτικό, στα 850 ευρώ.
Αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί το 2025 κατά 40 ευρώ και διαμορφωθεί από τα 830 στα 870, ο νεοεισερχόμενος θα λάβει τα 20 ευρώ ώστε ο μισθός να εξισωθεί και να ξεκινήσει από το 2026 η ισόποση αύξηση.