Τον τελευταίο καιρό ακούμε όλο και πιο συχνά περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στην χώρα μας.
Είναι γεγονός πως ένας από τους μεγαλύτερους φόβους των γονιών είναι να μην συμβεί κάτι τέτοιο στο παιδί τους και οι περισσότεροι δεν ξέρουν πώς να τo προστατέψουν από μία τέτοια κατάσταση. Και μόνο στο άκουσμα μιας είδησης σαν αυτής, οι γονείς τείνουν να κυριεύονται από άγχος, αγωνία, ανησυχία, ενώ κάποιοι τρομοκρατούνται τόσο που φτάνουν σε ακραίες πρακτικές προκειμένου να μην τύχει και στην οικογένειά τους ένα τέτοιο συμβάν. Πάμε να δούμε όμως πρώτα τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για παιδοφιλία. Σίγουρα είναι ένα ζήτημα που αποτελεί ταμπού και συχνά, οι άνθρωποι έχουν άγνοια γύρω από αυτό. Μπαίνοντας όμως, στο μυαλό ενός ανθρώπου που είναι παιδόφιλος και κατανοώντας την φύση της ασθένειας, σίγουρα θα σας λυθούν αρκετές απορίες, ίσως και λανθασμένες αντιλήψεις που είχατε μέχρι τώΠοιες είναι οι μελλοντικές επιπτώσεις στο παιδί;ρα γύρω από αυτό το θέμα.
Είναι η παιδοφιλία διαταραχή;
Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι είναι πως η παιδοφιλία πρόκειται στην πραγματικότητα για μία αναγνωρισμένη ψυχική διαταραχή και αναφέρεται στην ερωτική έλξη που νιώθει κανείς προς τα παιδιά. Συγκεκριμένα, ο όρος χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τις επαναλαμβανόμενες, έντονες, ερωτικές φαντασιώσεις, ενορμήσεις ή/και συμπεριφορές, οι οποίες αφορούν τη σεξουαλική εμπλοκή με παιδιά, συνήθως ηλικίας κάτω των 13 ετών, για τουλάχιστον 6 μήνες. Η ύπαρξη της διαταραχής προκαλεί μεγάλη δυσφορία και έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου σε κοινωνικό, επαγγελματικό και διαπροσωπικό επίπεδο.
Για να πούμε πως κανείς έχει τη διαταραχή αυτή, θα πρέπει να μην είναι μικρότερος από 16 ετών και να είναι τουλάχιστον 5 χρόνια μεγαλύτερος από το παιδί. Ωστόσο, σε αυτήν την κατηγορία δεν υπάγεται για παράδειγμα ένα άτομο που βρίσκεται στο κλείσιμο της εφηβείας του και εμπλέκεται σεξουαλικά με ένα άτομο 12-13 ετών και δη κοινή συναινέσει. Κάτι που, δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό, είναι το γεγονός πως κάποιος μπορεί να είναι παιδόφιλος, αλλά να μην εκφράσει ποτέ αυτή την έλξη με κανέναν τρόπο, αποφεύγοντας την ερωτική προσέγγιση προς τα παιδιά ή και απέχοντας ολοκληρωτικά από οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη. Δεν είναι όμως, ακόμα ξεκάθαρο πόσο σύνηθες είναι αυτό.
Το προφίλ των παιδόφιλων…
Τις περισσότερες φορές ένας παιδόφιλος ελκύεται ερωτικά από αγόρια παρά από κορίτσια και συνήθως είναι άτομα υπέρ άνω υποψίας, κυρίως από το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον του παιδιού. Συχνά, τα άτομα με παιδοφιλική διαταραχή επιλέγουν επαγγέλματα και δραστηριότητες μέσω των οποίων θα μπορούν να συσχετίζονται με παιδιά ή συχνάζουν σε μέρη, όπως είναι οι παιδικές χαρές ή παραλίες, όπου μπορεί να παρατηρούν απλά τα παιδιά, να τα φωτογραφίζουν, να τα προσεγγίζουν ή να τα αποπλανούν. Όμως, μπορεί κανείς να προχωρήσει στην πιο άμεση ικανοποίηση των φαντασιώσεων ή των ενορμήσεών του, αγγίζοντας το παιδί στα γεννητικά του όργανα ή κάνοντας στοματικό σεξ.
Οι ίδιοι μπορεί να ξεγελούν τον εαυτό τους πιστεύοντας πως βοηθούν το παιδί με το να το κακοποιούν σεξουαλικά, βοηθώντας για παράδειγμα στην ανάπτυξή του ή ισχυρίζονται πως εκείνο τους προκάλεσε ή ακόμα και πως απόλαυσε την πράξη. Ωστόσο, όταν προχωρούν στην κακοποίηση ενός παιδιού, είθισται να το τρομοκρατούν και να το απειλούν προκειμένου να μην μιλήσει σε κανέναν για ότι συνέβη. Αξίζει να σημειωθεί, πως οι έρευνες έχουν δείξει πως τα παιδιά που νιώθουν απροστάτευτα και μόνα είναι αυτά που μπορεί να κινδυνεύουν περισσότερο.
Η παιδοφιλία συνοδεύεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό και με άλλα ψυχολογικά προβλήματα, όπως είναι η κατάθλιψη, το άγχος ή οι διαταραχές της διάθεσης και η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ατόμων, που καταφέρνουν να ζουν μια «φυσιολογική» ζωή, παρά τη ματαίωση, το στρες και την ενοχή που μπορεί να τους προκαλεί η φύση της διαταραχής.
Πώς “γίνεται” κανείς παιδόφιλος;
Μία συνήθης απορία σχετικά με τους παιδόφιλους είναι εάν γεννήθηκαν έτσι ή εάν προέκυψε μεγαλώνοντας, αυτή η ερωτική έλξη. Η αλήθεια όμως είναι, πως δεν έχει δοθεί ακόμα απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, παρ’ ότι έχουν δοθεί αρκετές πιθανές ερμηνείες για τα αίτια της διαταραχής. Μία από αυτές είναι ότι συνήθως ένας άνθρωπος που έχει τη διαταραχή αυτή, έχει κακοποιηθεί και ο ίδιος όταν ήταν σε μικρή ηλικία. Ταυτόχρονα, έχει γίνει η υπόθεση πως τα παιδιά που εκτίθενται από μικρά σε ακατάλληλες σεξουαλικές συμπεριφορές, είτε ως θύματα είτε ως παρατηρητές μιμούνται αργότερα τις εικόνες που βίωσαν. Tα άτομα αυτά μάλιστα, τείνουν να στερούνται μεγαλώνοντας τις φυσιολογικές σεξουαλικές σχέσεις, αναζητώντας παράλληλα ικανοποίηση από μη κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές.
Ακόμη, έχει γίνει λόγος και για νευρο-ορμονικούς παράγοντες, που μπορεί να συνδράμουν στην εκδήλωση της παιδοφιλίας, χωρίς όμως να έχουν υπάρξει μέχρι τώρα δεδομένα που να το αποδεικνύουν. Γενικότερα, λόγω της ίδιας της διαταραχής καθίσταται αρκετά δύσκολο να διερευνηθεί σε βάθος, καθώς τα περισσότερα στοιχεία υπάρχουν μέσα από άτομα που έχουν συλληφθεί για σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση σε παιδιά. Γι’ αυτό είναι και σχετικά περιορισμένα τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα.
Μπορεί ένας παιδόφιλος να θεραπευτεί;
Όταν κανείς νιώσει ότι ελκύεται ερωτικά από παιδιά και αδυνατεί να το ελέγξει, δυσφορώντας την ίδια στιγμή για την «προτίμησή» του, θα πρέπει να αναζητήσει βοήθεια από έναν ειδικό και να μην προσπαθήσει να το αντιμετωπίσει ή να το ελέγξει μόνος του. Ο φόβος όμως που υπάρχει, γύρω από τη συγκεκριμένη διαταραχή, δεδομένου και του γεγονότος πως διώκεται ποινικά, μπορεί να κάνει συχνά τους πάσχοντες να αρνούνται να μιλήσουν γι’αυτό, ακόμα και όταν βιώνουν έντονα αρνητικά συναισθήματα, άγχος ή και ενοχή. Έτσι, είναι πιο σύνηθες, τουλάχιστον στο εξωτερικό, να μπαίνει κανείς στη διαδικασία θεραπείας, αφού έχει συλληφθεί για κάποιο σχετικό αδίκημα.
Η θεραπεία περιλαμβάνει κυρίως, ένα συνδυασμό ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, παραδείγματος χάριν, των αντι-ανδρογόνων, που μειώνουν την σεξουαλική επιθυμία, αντικαταθλιπτικών, κ.α. Ακόμα και με τη θεραπεία όμως, οι σεξουαλικές φαντασιώσεις για τα παιδιά μπορεί να εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Ωστόσο, βοηθά σημαντικά τον πάσχοντα στο να μειώσει την έντασή τους και να μάθει στρατηγικές, ώστε να ελέγχει τις παρορμήσεις του, να αποκτήσει κοινωνικές δεξιότητες και ενσυναίσθηση, κατανοώντας πως μπορεί να αισθάνεται ένα παιδί και τις επιπτώσεις που θα έχουν οι πράξεις του στη ζωή του. Ένας ακόμη στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να αλλάξει το άτομο τις λανθασμένες πεποιθήσεις που συχνά έχει, ότι δηλαδή το παιδί τον προκάλεσε ή πως δεν το βλάπτει όταν το κακοποιεί.
Πώς θα καταλάβει κανείς ότι ένα παιδί έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση;
Όταν ένα παιδί έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση τις περισσότερες φορές παρουσιάζει έντονη αλλαγή στη συμπεριφορά του, η οποία μπορεί να γίνεται ορατή τόσο από τα άτομα της οικογένειας όσο και από δασκάλους, γείτονες, κτλ. Συνήθως λοιπόν, το παιδί παρουσιάζει συμπτώματα κατάθλιψης, έντονο άγχος, φοβίες, διαταραχές στον ύπνο του και διατροφικές διαταραχές, χαμηλή αυτό-εκτίμηση, νυχτερινή ενούρηση, αίσθημα ενοχής, ενώ μπορεί ξαφνικά να εκφράζει και το ίδιο σεξουαλική συμπεριφορά ανάρμοστη με την ηλικία του ή να γνωρίζει πράγματα για το σεξ που δεν συνάδουν επίσης, με αυτήν. Τέλος, είναι σύνηθες το παιδί να εμφανίζει αιμορραγία από την περιοχή των γεννητικών οργάνων και του πρωκτού.
Ποιες είναι οι μελλοντικές επιπτώσεις στο παιδί;
To να κακοποιηθεί ένα παιδί σεξουαλικά είναι εύλογα ένα ιδιαίτερα τραυματικό γεγονός που στιγματίζει τις πιο πολλές φορές την μετέπειτα ζωή του. Έτσι, έχει βρεθεί πως η σεξουαλική κακοποίηση συσχετίζεται με την αυτοκτονία, την εγκληματικότητα, το αλκοόλ, την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών, κ.α. Εάν η κακοποίηση ήταν από συγγενικό πρόσωπο, έχει φανεί πως το ψυχικό τραύμα του παιδιού θα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Γενικότερα, η συχνότητα της κακοποίησης, η ηλικία, το εάν υπήρχε διείσδυση ή όχι, καθορίζουν σημαντικά την εξέλιξη του παιδιού. Τέλος, η υποστήριξη που θα λάβει από την οικογένειά του, είναι καθοριστικής σημασίας για το πώς θα διαχειριστεί τις επιπτώσεις του γεγονότος αυτού, καθώς και τον κοινωνικό στιγματισμό που υφίσταται συχνά το θύμα και οι οικείοι του.
Πώς μπορεί ένας γονιός να προστατέψει το παιδί του;
Το πιο σημαντικό είναι να έχει καλλιεργηθεί μία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των γονέων και του παιδιού. Να ξέρει το παιδί πως ό,τι χρειάζεται είναι εκεί οι γονείς του για να το ακούσουν, να του λύσουν τις απορίες, να το προστατέψουν. Δυστυχώς, οι γονείς συχνά, λόγω του δικού τους φόβου και της δικής τους άρνησης δεν μιλούν στα παιδιά τους για τους κινδύνους που υπάρχουν και το πώς μπορούν να προστατέψουν το σώμα τους. Αντίθετα, μπορεί να τα περιορίζουν υπερβολικά, να τα καταπιέζουν ή να τα τρομοκρατούν χωρίς όμως να κάνουν κάτι πραγματικά ουσιαστικά για να τα προφυλάξουν. Το να μην αφήνετε λοιπόν, το χέρι του στο δρόμο ή να το πηγαίνετε μέχρι να μεγαλώσει, εσείς σχολείο και να του λέτε «να μην παίρνει καραμέλες από αγνώστους» μπορεί μεν να το προστατεύει, αλλά όχι απόλυτα. Μην ξεχνάμε, όπως προαναφέρθηκε, πως συνήθως ο θύτης είναι από το στενό περιβάλλον του παιδιού και συνήθως έχει σχέση εμπιστοσύνης μαζί του. Επιπλέον, οι περισσότεροι παιδόφιλοι πια προσεγγίζουν τα θύματά τους μέσω διαδικτύου και κυρίως σε ανυποψίαστες ιστοσελίδες, που φαίνονται αθώες, όπως είναι ένα παιδικό παιχνίδι. Ο κίνδυνος επομένως, μπορεί να είναι στο ίδιο σας το σπίτι και ας μην είναι ορατός.
Περιορίστε λοιπόν, την πρόσβασή του παιδιού στο ίντερνετ, έχοντας τον έλεγχο των ιστοσελίδων που επισκέπτεται, ενημερώστε το ανοιχτά από μικρή ηλικία για το σώμα του, εξηγώντας του πως κανείς δεν επιτρέπεται να αγγίζει τα γεννητικά του όργανα και λέγοντάς του, πως εάν συμβεί αυτό ποτέ θα πρέπει να σας το πει αμέσως. Δείξτε του, πώς μπορεί να προστατεύεται, χωρίς να του δημιουργείτε όμως, την εντύπωση πως ο κόσμος είναι κακός και να το φοβίζεται. Να θυμάστε, πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ασπίδα προστασίας από την ίδια τη σχέση που έχετε εσείς με το παιδί σας, που θα πρέπει να στηρίζεται στην αγάπη, την κατανόηση, την φροντίδα και την ειλικρίνεια.
Φανακίδου Ιωάννα-Ψυχολόγος-Ειδικός Σεξουαλικής Υγείας