Συλλογή υπογραφών: Ο λαός φέρνει νόμους στη Βουλή – Πώς αλλάζουν τα περί ευθύνης υπουργών, βουλευτική ασυλία
Το εργαλείο της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας βάσει του οποίου μπορεί να δοθεί δυνητικά πολιτική ισχύς στην ίδια την κοινωνία εισήχθη στην ελληνική συνταγματική τάξη το 2019 και η αλήθεια είναι πως δεν απασχόλησε ούτε τους ειδικούς, ούτε το κοινό, ούτε τα κόμματα, αλλά ούτε και την κυβέρνηση της ΝΔ. Από το 2019 η υπερψήφισή της τροποποίησης του άρθρου 73 του Συντάγματος με την προσθήκη της παραγράφου 6 ήταν έκπληξη. Όμως, έκτοτε πέρασαν πέντε σχεδόν χρόνια χωρίς να έρθει ο εφαρμοστικός νόμος που προβλέπει η σχετική συνταγματική επιταγή.
Όμως, αυτή η «ξεχασμένη» διάταξη έγινε επίκαιρη, καθότι η τραγωδια στα Τέμπη έφερε ψήφισμα με υπογραφές πάνω 1,3 εκατομμύριο για την απόδοση δικαιοσύνης στα θύματα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος. Μέσα στο ψήφισμα τα βασικά αιτήματα είναι το θέμα της αλλαγής διατάξεων του νόμου περί ευθύνης υπουργών, καθώς και του άρθρου για τη βουλευτική ασυλία. Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι απουσιάζει με ευθύνη της ΝΔ ο εφαρμοστικός νόμος για να ασκήσουν οι πολίτες το δικαίωμα που τους δίνει το αναθεωρημένο άρθρο 73 του Συντάγματος.
«Είναι ζητήματα της αναθεώρησης του Συντάγματος»
Από την κυβέρνηση αναφέρουν ότι ο εφαρμοστικός θα έρθει, όμως σύμφωνα με τον υπουργό Μάκη Βορίδη το ψήφισμα έχει στο επίκεντρό του την κατάργηση των διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών και τη βουλευτική ασυλία, επισημαίνοντας ότι «αυτά είναι ζητήματα της αναθεώρησης του Συντάγματος, και δεν αφορούν πρωτοβουλίες νόμων» […].
Απαντώντας πρόσφατα ο κ. Βορίδης σε σχετική ερώτηση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, επεσήμανε ότι ενδεχομένως θα υπήρχε μια σκέψη μήπως μπορεί να αναθεωρήσει το νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά όχι βέβαια στην κατεύθυνση που να εξαλειφθεί η ποινική αρμοδιότητα της Βουλής. Ο υπουργός εξήγησε ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών είναι εκτελεστικός του άρθρου 86 του Συντάγματος (σ.σ. «Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει).
Σημείωσε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ως πλειοψηφία στην προτείνουσα Βουλή της τελευταίας διαδικασίας αναθεώρησης, δεν πρότεινε ούτε την κατάργηση του άρθρου 86 ούτε την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας.
Από το ΠΑΣΟΚ έως τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ
Κατοχυρώθηκε ένα νέο πολιτικό δικαίωμα, το οποίο υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία των βουλευτών της προτείνουσας Βουλής και από πλειοψηφία άνω των 3/5 των μελών της αναθεωρητικής Βουλής. Με υπογραφή πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου, μπορούν να κατατίθενται έως δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο προτάσεις νόμων στη Βουλή, οι οποίες με απόφαση του Προέδρου της παραπέμπονται στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή προς επεξεργασία και εν συνεχεία εισάγονται υποχρεωτικά προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια του Σώματος.
Οι προτάσεις νόμων του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας. Νόμος ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
Προτάσεις εισαγωγής του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας είχαν κατατεθεί και στο παρελθόν, ήδη ενόψει της ψήφισης του Συντάγματος του 1975, αλλά και μετέπειτα επ’ ευκαιρία της αναθεώρησής του. Ωστόσο, δεν είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν τη στήριξη της απαιτούμενης πλειοψηφίας.
Το ΠΑΣΟΚ και η Ένωση Κέντρου-Νέων Δυνάμεων είχαν καταθέσει αρχικά, ως αντιπολίτευση, πρόταση εισαγωγής του θεσμού στο Σύνταγμα του 1975, σύμφωνα με την οποία η παράγραφος 73 παρ. 1 θα προέβλεπε τα εξής: «Το δικαίωμα προτάσεως νόμων ανήκει εις την Βουλήν, την Κυβέρνησιν και τον λαόν. Κατά την τελευταίαν περίπτωσιν, νομοσχέδιον εισάγεται προς συζήτησιν αν φέρει τας υπογραφάς 20.000 εκλογέων».
Η πρόταση επανήλθε, ενόψει της αναθεώρησης του 2001, από τα κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ και Συνασπισμός), χωρίς η προσπάθεια να ευοδωθεί. Το 2006, ενόψει της τρίτης αναθεώρησης του 2008, το ΠΑΣΟΚ, ως αξιωματική αντιπολίτευση κατέθεσε πρόταση, η οποία προέβλεπε την υποχρεωτική συζήτηση πρότασης νόμου στη Βουλή, εφόσον αυτή έχει συγκε- ντρώσει υπογραφές που αντιστοιχούν στο 3% (200.000 περίπου) του εκλογικού σώματος. Η πρόταση όμως απορρίφθηκε από την τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία ως εισάγουσα θεσμό ανταγωνιστικό του Κοινοβουλίου, του οποίου η εφαρμογή παρουσιάζει ιδιαίτερες πρακτικές δυσχέρειες και δυνητικά κρύβει σοβαρούς κινδύνους για τη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Σύμφωνα με τον Απόστολο Βλαχογιάννη διδάκτορα Συνταγματικού Δικαίου, ο Αλέξανδρος Σβώλος από το 1928, στο έργο του «Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος», είχε διατυπώσει την ακόλουθη πρόταση: «Θα ηδύνατο δηλαδή να ορισθή ότι αριθμός τις εκλογέων, πάντως σοβαρός, δικαιούται να υποβάλη πρότασιν νόμου εις τα νομοθετικά Σώματα απ’ ευθείας και ότι ταύτα υποχρεούνται, κατά τάς γενικάς διατάξεις του Συντάγματος και του Κανο- νισμού, να αποφανθούν επί τής προτάσεως, ψηφίζοντα αυτήν, οπότε θα εγένετο νόμος, ή απορρίποντα αυτήν, οπότε δεν θα επηκολούθησε άλλη τις έννομος συνέπεια». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σβώλος κατάφερε να συνοψίσει, έναν αιώνα πριν, τα βασικά στοιχεία της νέας διάταξης, με την οποία εισήχθη ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας στην Ελλάδα.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
Η αρχική πρόταση που είχε καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην προτείνουσα Βουλή προέβλεπε την προσθήκη δεύτερου εδαφίου στην παρ. 1 του άρθρου 73 , η οποία καθιέρωνε το δικαίωμα 100.000 πολιτών, που διαθέτουν το εκλογικό δικαίωμα, να υποβάλουν στο Κοινοβούλιο προτάσεις νόμου, οι οποίες θα εισάγονται υποχρεωτικά στη Βουλή για συζήτηση, επεξεργασία και ψήφιση.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έτυχε θετικής ανταπόκρισης από τα περισσότερα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Μετά τις εκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση ακολουθησε την ίδια πρόταση, όπως και το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο τότε τήρησε την ίδια στάση όπως και στην πρώτη Βουλή. Η αλλαγή τότε ήταν για έναν αυξημένο αριθμό υπογραφών, δηλαδή 500.000.
Στην Επιτροπή Αναθεώρησης της δεύτερης Βουλής, η στάση της Νέας Δημοκρατίας ήταν επισήμως αρνητική ως προς την αναθεώρηση του άρθρου 73. Το στίγμα της μεταστροφής της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, μετά από παρεμβάσεις επιφανών στελεχών της, έδωσε ο Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, δηλώνοντας ότι:«Με συναινετική διάθεση η Κοινοβουλευτική μας Ομάδα ενσωμάτωσε στην τελική της πρόταση και τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, την οποία πρότεινε η Αντιπολίτευση.
Τι προβλέπει το νέο άρθρο 73 παρ. 6
Έτσι το νέο άρθρο 73 παρ. 6 προβλέπει ότι ο λαός εν στενή εννοία διαθέτει το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας, εφόσον αρχικά συγκεντρωθεί ένας αρκετά υψηλός αριθμός υπογραφών (500.000).
Η επιτυχής συγκέντρωση των υπογραφών, η οποία κατά τα άλλα θα ρυθμιστεί από τον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο ως προς τη διαδικασία και τους όρους, καθιστά υποχρεωτική την εισαγωγή προς συζήτηση και ψήφιση της πρότασης από την Ολομέλεια του Κοινοβουλίου, αφού πρώτα παραπεμφθεί στην αρμόδια Επιτροπή προς επεξεργασία. Η Βουλή έχει τότε τη δυνατότητα να υπερψηφίσει ή να καταψηφίσει την πρόταση, να κάνει δεκτές τροπολογίες στο κείμενο και να το τροποποιήσει, ή ακόμη και να καταθέσει τη δική της (αντι)πρόταση.
Μπορεί να συμβεί εφόσον η πρόταση κριθεί πρώτα «παραδεκτώς» υποβληθείσα, καθώς προβλέπονται επίσης δύο ακόμα περιορισμοί της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας: Ένας ποσοτικός και ένας ποιοτικός. Κατά πρώτον, μόνο δύο προτάσεις νόμων προερχόμενες από τον λαό ανά κοινοβουλευτική περίοδο μπορούν να κατατεθούν. Κατά δεύτερον, αυτές δεν μπορούν να αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας.
Το αποτέλεσμα της εισαγωγής του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι η παραχώρηση ενός νέου πολιτικού δικαιώματος στον λαό, το οποίο μάλιστα είναι ισχυρότερο από αυτό που διαθέτει η Βουλή ως προς ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο. Σύμφωνα με τον Απόστολο Βλαχογιάννη διδάκτορα Συνταγματικού Δικαίου, το άρθρο 73 παρ. 6 προβλέπει την υποχρέωση η πρόταση να συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής, εφόσον πληρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της διάταξης, ενώ σύμφωνα με την ακολουθούμενη μέχρι τώρα πρακτική δεν είναι υπο χρεωτική η εξέταση των προτάσεων νόμων από βουλευτές, καθώς αυτές μετατίθενται συνήθως στις καλένδες ). Σύμφωνα με έναν γενικό ορισμό, «‘λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία’ είναι ο θεσμός και το πολιτικό δικαίωμα που δίνει τη δυνατότητα σε συγκεκριμένο, ρητά προβλεπόμενο, αριθμό ή ποσοστό πολιτών να υποβάλουν προς συζήτηση μια συγκεκριμένη πρόταση νόμου και έτσι να την προωθήσουν στη γενική πολιτική ατζέντα».
Στην Ελλάδα, όπως σχολιάζει σε σχετική βιβλιογραφία ο Απόστολος Βλαχογιάννης, απαιτείται να συνυπογράψει την πρόταση νόμου ένας ιδιαίτερα υψηλός αριθμός πολιτών, που έχουν δικαίωμα ψήφου και μια τέτοια οργανωμένη προσπάθεια συλλογής υπογραφών πιθανότατα θα μπορεί να συντονιστεί και να ευδοκιμήσει μόνο με τη βοήθεια κάποιου πολιτικού κόμματος, τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή φορέα (π.χ. Εκκλησία) που διαθέτει τόσο την αναγκαία οργάνωση και υποδομή όσο και πανελλήνια απήχηση, καθώς φαίνεται σχεδόν αδύνατο για πληθυσμιακούς λόγους ένα τοπικό ή περιφερειακό αίτημα να μπορεί να συγκινήσει 500.000 εκλογείς.
Η Νεα Αριστερα στο πλαίσιο αυτό κατάθεσε νομοθετική ρύθμιση που ακολουθεί τις εξής θεμελιώδεις επιλογές:
Πρώτον, η διαδικασία της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας διακρίνεται σε τρεις φάσεις: Η πρώτη ολοκληρώνεται με την κρίση περί του παραδεκτού της πρότασης νόμου με λαϊκή πρωτοβουλία. Ειδικότερα, μια πρόταση νόμου με λαϊκή πρωτοβουλία είναι παραδεκτή εφόσον δεν παραβιάζει την προϋπόθεση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 73 του Συντάγματος, δηλαδή εφόσον δεν αφορά ένα από τα θέματα που δεν επιτρέπεται να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης με λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία (δημοσιονομικά, εξωτερική πολιτική, εθνική άμυνα). Η δεύτερη ολοκληρώνεται με τη συγκέντρωση του ελάχιστου απαιτούμενου αριθμού έγκυρων υπογραφών, δηλαδή 500.000 Ελλήνων και Ελληνίδων πολιτών με δικαίωμα ψήφου, όπως προκύπτει από τα δεδομένα των εκλογικών καταλόγων. Και η τρίτη με τη συζήτηση και ψήφιση της πρότασης στην Ολομέλεια της Βουλής. Η εισαγωγή επιμέρους σταδίων κρίθηκε σκόπιμη προκειμένου αμφισβητήσεις σχετικά με το παραδεκτό μιας πρότασης να επιλύονται στην αρχή της διαδικασίας, η οποία είναι δύσκολη, χρονοβόρα και κοστοβόρα.
Δεύτερον, η συλλογή των υπογραφών επιλέχθηκε να γίνεται μόνο μέσω ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας της Βουλής των Ελλήνων (πλατφόρμα «Πρωτοβουλία»). Η επιλογή αυτή, αν και έχει ορισμένα επιμέρους μειονεκτήματα (π.χ. σε σχέση με δυσκολίες πρόσβασης μη εξοικειωμένων με τις ψηφιακές τεχνολογίες προσώπων), έχει τρία μεγάλα πλεονεκτήματα: πρώτον, θα διατίθεται δωρεάν και επί ίσοις όροις σε όλα τα ενδιαφερόμενα για την ανάληψη πρωτοβουλίας πρόσωπα, δεύτερον, θα παρέχει εχέγγυα ασφάλειας ως προς τη συλλογή, αποθήκευση και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών που υπογράφουν και, τρίτον, καθιστά ευχερή τη γρήγορη και έγκυρη διασταύρωση των στοιχείων όσων υπογράφουν μια πρόταση νόμου με λαϊκή πρωτοβουλία, η οποία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και αργή στην περίπτωση άλλων διαδικασιών (έγχαρτων ή μέσω άλλων εμπορικών ψηφιακών πλατφορμών χωρίς απευθείας πρόσβαση στα αρχεία των εκλογικών καταλόγων).