Κλιματική αλλαγή: Πώς εκτοξεύει τις τιμές των τροφίμων και «απειλεί» με βάθυνση της πληθωριστικής κρίσης
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει όλες τις περιοχές του κόσμου. Οι πάγοι στις πολικές περιοχές λιώνουν και η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει. Σε ορισμένες περιοχές, ακραία καιρικά φαινόμενα και έντονες βροχοπτώσεις εμφανίζονται όλο και συχνότερα, ενώ άλλες περιοχές δοκιμάζονται από καύσωνες και ξηρασίες μεγάλης έντασης.
Πρέπει να αναληφθούν δράσεις για το κλίμα τώρα, διαφορετικά οι επιπτώσεις αυτές θα ενταθούν. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί πολύ σοβαρή απειλή και οι συνέπειές της επηρεάζουν πολλές διαφορετικές πτυχές της ζωής μας – ακόμη και την ακρίβεια στα τρόφιμα.
Οι μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες μειώνουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών και συμπιέζουν τις προμήθειες, δημιουργώντας αυτό που θα μπορούσε να γίνει μόνιμη πηγή πληθωρισμού
Οι Financial Times τονίζουν ότι τρανό παράδειγμα αποτελεί το ελαιόλαδο. Με τις μέσες ετήσιες θερμοκρασίες να ανεβαίνουν και τις βροχοπτώσεις να μειώνονται, η καλλιέργεια ελιών και η μετατροπή τους σε λάδι γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Σε όλη τη Μεσόγειο, οι μειωμένες αποδόσεις και το υψηλότερο κόστος εισροών για τους ελαιοπαραγωγούς έχουν ωθήσει φέτος τις τιμές σε υψηλά 20 ετών. Τα προβλήματα παραγωγής θα επιδεινωθούν καθώς οι επιπτώσεις του κλίματος γίνονται πιο έντονες.
Ο David Barmes, συνιδρυτής του Farrer Capital, λέει ότι η κλιματική αλλαγή συνέβαλε στην αύξηση των τιμών για έναν μακρύ κατάλογο προϊόντων διατροφής που κυμαίνονται σε υψηλότερα επίπεδα φέτος. «Το σιτάρι αυξήθηκε κατά 17%, το φοινικέλαιο 23%, η ζάχαρη 9% και χοιρινό 21%», λέει. Για τον καταναλωτή, «η επίδραση που έχουν αυτές οι υψηλές τιμές σε βασικά προϊόντα είναι πολύ σοβαρή».
Η κλιματική αλλαγή ως πηγή επίμονων πληθωριστικών πιέσεων
Το ένα τρίτο των αυξήσεων των τιμών των τροφίμων στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2023 οφειλόταν στην κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με το think-tank της Μονάδας Πληροφοριών για την Ενέργεια και το Κλίμα.
«Υπάρχει σημαντική επίδραση από την κλιματική αλλαγή στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων», λέει ο Frederic Neumann, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ασία στην HSBC. Η κλιματική αλλαγής προκαλεί επαναλαμβανόμενα γεγονότα που έχουν ως αποτέλεσμα «μόνιμο αντίκτυπο στην ικανότητα παροχής τροφής», υποστηρίζει ο ίδιος. Οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων όταν θεωρούνταν προσωρινές γίνονται πηγή επίμονων πληθωριστικών πιέσεων.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ετήσιοι ρυθμοί πληθωρισμού των τροφίμων θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και 3,2 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως μέσα στην επόμενη δεκαετία περίπου ως αποτέλεσμα υψηλότερων θερμοκρασιών, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ινστιτούτου Πότσνταμ για την Έρευνα Κλιματικών Επιπτώσεων. Αυτό θα σημαίνει αύξηση του συνολικού ετήσιου πληθωρισμού έως και 1,18 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2035, σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία χρησιμοποίησε ιστορικά στοιχεία από 121 χώρες από το 1996 έως το 2021 για να μοντελοποιήσει μελλοντικά σενάρια πληθωρισμού. Ο παγκόσμιος νότος αναμένεται να είναι ο χειρότερα επηρεασμένος.
Το ερώτημα είναι το εάν και με ποιον τρόπο θα προσαρμοστεί η νομισματική πολιτική. Πολλές κεντρικές τράπεζες αποκλείουν τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας από τον λεγόμενο πυρήνα του πληθωρισμού, τον δείκτη που παρακολουθούν πιο προσεκτικά, λόγω της αστάθειάς τους.
Αλλά τώρα που η κλιματική αλλαγή αρχίζει να προκαλεί συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις, αυξάνεται η συζήτηση για το εάν οι ρυθμιστές των επιτοκίων θα πρέπει να προσέχουν περισσότερο – κυρίως επειδή ο αντίκτυπος της αύξησης των τιμών των τροφίμων γίνεται έντονα αισθητός στους απλούς πολίτες.
Η πίεση που ασκείται στις τράπεζες
Ο Neumann προβλέπει ότι οι πιο συχνές διακοπές στον εφοδιασμό τροφίμων «θα αναγκάσουν τις κεντρικές τράπεζες ν’ ανταποκριθούν, οδηγώντας σε πιο ασταθή επιτόκια και πιθανώς υψηλότερα επιτόκια με την πάροδο του χρόνου».
Ο κόσμος οδεύει ολοταχώς για άνοδο της θερμοκρασίας έως και 2,9 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα – σχεδόν διπλάσιο από τον στόχο που συμφωνήθηκε στις συνομιλίες του Παρισιού για το κλίμα το 2015, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύτηκε από το πρόγραμμα του ΟΗΕ για το περιβάλλον.
Ο ρυθμός αυτής της ζέστης επίσης αυξάνεται, «αψηφώντας» ακόμη και τις εκτιμήσεις των επιστημόνων του κλίματος. Πέρυσι ήταν η πιο ζεστή χρονιά που έχει καταγραφεί, αλλά μπορεί να επισκιαστεί από την τρέχουσα καθώς οι θερμοκρασίες εκτινάσσονται σχεδόν στους 50 βαθμούς Κελσίου στην Ινδία ενώ η Ευρώπη προετοιμάζεται για άλλο ένα καυτό καλοκαίρι.
Ο ρόλος της θερμοκρασίας
Η γεωργία είναι ένας από τους τομείς που επηρεάζονται περισσότερο. Κατά την επόμενη δεκαετία, ορισμένες από τις πιο σημαντικές καλλιέργειες στον κόσμο μπορεί να είναι ελλιπείς καθώς η άνοδος της θερμοκρασίας και τα συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα εμποδίζουν τη συγκομιδή.
Οι αποδόσεις σιταριού, για παράδειγμα, μειώνονται δραστικά όταν οι θερμοκρασίες της άνοιξης ξεπεράσουν τους 27,8°C, ενώ μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι οι μεγάλες σιτοκαλλιεργητικές περιοχές της Κίνας και των ΗΠΑ βιώνουν θερμοκρασίες πολύ μεγαλύτερες από αυτήν όλο και πιο συχνά.
Καύσωνες που αναμενόταν να συμβούν μία φορά κάθε 100 χρόνια το 1981 αναμένονται τώρα κάθε έξι χρόνια στις μεσοδυτικές ΗΠΑ και κάθε 16 χρόνια στη βορειοανατολική Κίνα, σύμφωνα με έρευνα της Σχολής Επιστήμης και Πολιτικής Διατροφής Friedman στο Πανεπιστήμιο Tufts.
Το ρύζι, η σόγια, το καλαμπόκι και οι πατάτες είναι μεταξύ άλλων βασικών προϊόντων που μπορεί να δουν πτώση στην απόδοσή τους. Για πολλές καλλιέργειες, υψηλότερες θερμοκρασίες σημαίνουν χαμηλότερες αποδόσεις. «Έχουν αρκετά σταθερή παραγωγικότητα σε θερμοκρασίες μεταξύ 20 και 30 βαθμούς Κελσίου, ανάλογα με την καλλιέργεια», λέει η Friderike Kuik, οικονομολόγος, η οποία ηγήθηκε της μελέτης της ΕΚΤ. «Πέρα από αυτό, βλέπουμε αρκετά απότομες μειώσεις».
Προσφορά και ζήτηση
Αυτή η πτώση της παραγωγικότητας οδηγεί σε υψηλές τιμές των τροφίμων, προσθέτει. «Είναι απλά η προσφορά και η ζήτηση».
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων των ξηρασιών, των πλημμυρών και των καταιγίδων, που γίνονται όλο και πιο συχνά έχουν επίσης αρνητικές επιπτώσεις.
Οι πλημμύρες στο Πακιστάν το 2022 αποδεκάτισαν τους ορυζώνες της χώρας, ενώ η κλιματική αλλαγή έχει επιδεινώσει τις επιπτώσεις του φαινομένου της θερμοκρασίας της θάλασσας El Niño, το οποίο επέστρεψε πέρυσι, με αποτέλεσμα χαμηλές αποδόσεις σε ζάχαρη, καφέ και κακάο.
Οι αλλαγές στο κλίμα και τα καιρικά πρότυπα μεταβάλλουν επίσης τις καλλιεργητικές περιόδους και δημιουργούν νέες πιέσεις από παράσιτα και ασθένειες. Στην Γκάνα και την Ακτή του Ελεφαντοστού, που παράγουν τα δύο τρίτα των κόκκων κακάο στον κόσμο, οι έντονες βροχοπτώσεις το περασμένο καλοκαίρι δημιούργησαν τις ιδανικές υγρές συνθήκες για να ευδοκιμήσει η ασθένεια του μαύρου λοβού – μια μυκητιακή λοίμωξη που σαπίζει τους λοβούς κακάο.
Αυτό, σε συνδυασμό με άλλες ασθένειες και τις κακές καιρικές συνθήκες, χτύπησε τις αποδόσεις και οδήγησε σε μια παγκόσμια σοδειά περισσότερο από 10% μικρότερη από ό,τι πέρυσι.
Για τους αγρότες, οι προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή σημαίνουν υψηλότερο κόστος εισροών. Η γη που κάποτε παρήγαγε άφθονες καλλιέργειες από το νερό της βροχής τώρα χρειάζεται να αρδευτεί και χρειάζονται περισσότερα φυτοφάρμακα για να κρατηθούν μακριά οι ασθένειες και τα ζωύφια.
«Όλο το σύστημα αλλάζει»
Στη Σικελία, με τις θερμοκρασίες που φτάνουν τους 40°C κατά τη συγκομιδή, αγρότες αναγκάστηκαν να εισαγάγουν ειδικά μηχανήματα ψύξης. Ο θερμότερος καιρός επηρεάζει επίσης την παραγωγικότητα της εργασίας, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής που μετακυλίεται στους καταναλωτές ως υψηλότερες τιμές.
Η εκτίμηση της έκτασης αυτού του αντίκτυπου αποτελεί πρόκληση, λέει ο William Hynes, οικονομολόγος για την κλιματική αλλαγή στην Παγκόσμια Τράπεζα. Ο Hynes λέει ότι υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι με τους οποίους η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τις αποδόσεις των καλλιεργειών και τις τιμές των τροφίμων. «Όλο το σύστημα αλλάζει».
Οι αποδόσεις των καλλιεργειών δεν θα υποφέρουν σε κάθε περιοχή. Ορισμένες περιοχές ή χώρες μπορεί να είναι σε θέση να καλλιεργήσουν περισσότερες συγκεκριμένες καλλιέργειες ως αποτέλεσμα των αλλαγών στο κλίμα, λέει ο Hynes, αναφέροντας μεταξύ άλλων παραδειγμάτων την οινοποίηση στην Αγγλία. Άλλα μέρη του κόσμου μπορεί να είναι σε θέση να προσαρμοστούν μεταβαίνοντας σε πιο ανθεκτικές καλλιέργειες ή πιο πρόσφατα αναπτυγμένες ποικιλίες ανθεκτικές στην ξηρασία.
Παρά αυτές τις προσαρμογές, η κλιματική αλλαγή πρόκειται να εμποδίσει τις προμήθειες τροφίμων στον κόσμο, σύμφωνα με τον Paul Ekins, καθηγητή πόρων και περιβαλλοντικής πολιτικής στο University College του Λονδίνου.
Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη συνολική πληθωριστική πίεση καθώς οι υψηλότερες τιμές των τροφίμων οδηγούν σε υψηλότερο κόστος ζωής. Αλλά η έκταση αυτής της πίεσης ποικίλλει.
Ανάλογα με την ήπειρο
Οι ερευνητές της ΕΚΤ, για παράδειγμα, διαπίστωσαν ότι οι αυξήσεις της θερμοκρασίας προκάλεσαν απότομη πτώση της παραγωγικότητας και άνοδο του πληθωρισμού μόλις υπερβούν ένα ορισμένο όριο. Ανάλογα με την καλλιέργεια, μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 5°C, από 20°C σε 25°C, μπορεί να έχει μικρότερο αντίκτυπο στις αποδόσεις και τον πληθωρισμό απ’ ό,τι μια από τους 2°C, από 34°C σε 36°C, για παράδειγμα.
Περιοχές όπως η Νότια Αμερική και η Αφρική ήδη αντιμετωπίζουν θερμοκρασίες κοντά στα όρια στα οποία γίνονται επιβλαβείς για τις καλλιέργειες, λέει ο Kuik, «έτσι σε αυτές τις περιοχές είναι που οι περαιτέρω αυξήσεις της θερμοκρασίας έχουν πιο σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές των τροφίμων».
Αντίθετα, η πιο εύκρατη Ευρώπη τείνει να υπομένει τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής -και τις συνοδευτικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό- κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το 2022, ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά περίπου 0,6 ποσοστιαίες μονάδες ως αποτέλεσμα του ζεστού καλοκαιριού της ηπείρου, διαπίστωσαν οι ερευνητές της ΕΚΤ.
Τα τρόφιμα αποτελούν επίσης μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών των νοικοκυριών στις αναπτυσσόμενες οικονομίες -μερικές φορές έως και 50% του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ)- όπερ σημαίνει ότι οποιαδήποτε αύξηση των τιμών έχει ενισχυμένη επίδραση στον συνολικό πληθωρισμό, σύμφωνα με τον Neumann της HSBC. Οι υψηλότερες τιμές των τροφίμων μειώνουν επίσης τα διαθέσιμα χρήματα για άλλα είδη, περιορίζοντας τις ευρύτερες καταναλωτικές δαπάνες.
Ανάλογα με την οικονομία
«Ο ίδιος ο ΔΤΚ τροφίμων είναι επίσης πολύ πιο ευαίσθητος σε διαταραχές και διακυμάνσεις στις τιμές των εισροών», λέει ο Neumann. Το σιτάρι μπορεί να αποτελεί το 70% του κόστους του ψωμιού σε μια χώρα χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, αλλά μόλις το 10% σε μια πλουσιότερη χώρα, όπου το κόστος εργασίας, ενέργειας και μεταφοράς είναι πιο σημαντικά.
Ομοίως, οι πλούσιες χώρες που είναι καλά ενσωματωμένες στις παγκόσμιες αγορές είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν μια αποτυχημένη συγκομιδή. «Αν μια γερμανική συγκομιδή σιταριού πάει στραβά, μπορούν να αγοράσουν το σιτάρι τους στις παγκόσμιες αγορές», προσθέτει ο Neumann. Αλλά μια φτωχότερη χώρα μπορεί ούτε να έχει την οικονομική δυνατότητα να πάει αλλού, ούτε να έχει την υποδομή για να εισάγει μεγάλες ποσότητες τροφίμων, προσθέτει. «Ο (σ.σ.: παγκόσμιος) νότος είναι σε δυσμενή θέση».
Έρευνα του Gert Peersman, καθηγητή οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης, στο Βέλγιο, δείχνει ότι μεσοπρόθεσμα έως και 30% της αστάθειας του πληθωρισμού της Ευρωζώνης προκαλείται από αλλαγές στις διεθνείς τιμές των τροφίμων, που προσδιορίζονται από απροσδόκητους παγκόσμιους κλυδωνισμούς της συγκομιδής.
Ο Barmes λέει ότι οι καταναλωτές «είναι πολύ ευαίσθητοι στις τιμές των τροφίμων». Έτσι, εάν η κλιματική αλλαγή σημαίνει ότι οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν επίμονα, αυτό έχει δυσανάλογη επίδραση στις προσδοκίες τους για τον πληθωρισμό».
Η συζήτηση που αναζωπυρώνεται
Ορισμένοι οικονομολόγοι λένε ότι στις προηγμένες οικονομίες, εταιρείες με μεγάλη ισχύ στην αγορά μπορούν να ενισχύσουν τον πληθωρισμό σε περιόδους διακοπής της προσφοράς. Η Isabella Weber, επίκουρη καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης Amherst, λέει ότι ο πληθωρισμός των τελευταίων ετών «προκλήθηκε από κραδασμούς σε βασικούς τομείς (σ.σ.: όπως τα τρόφιμα και η ενέργεια) και στη συνέχεια διαδόθηκε από τις αποφάσεις των εταιρειών για τις τιμές».
Ο αυξανόμενος αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία αναζωπυρώνει τη συζήτηση σχετικά με το εάν οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να ανταποκρίνονται στα σοκ στις τιμές των τροφίμων όπως κάνουν γενικευμένες αυξήσεις τιμών – αυξάνοντας τα επιτόκια.
Για πολύ καιρό, η συναίνεση μεταξύ των οικονομολόγων ήταν ότι δεν έπρεπε, λέει ο Marc Pourroy, αναπληρωτής καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πουατιέ στη Γαλλία. Αυτό συνέβη επειδή ο πληθωρισμός των τροφίμων θεωρήθηκε ως προσωρινός, με μέσο όρο και ασταθής. «Δεν θέλετε τα επιτόκιά σας να είναι ευμετάβλητα», προσθέτει.
Ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων τείνει επίσης να επηρεάζεται από εξωτερικούς παγκόσμιους παράγοντες, στους οποίους δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα οι μικρές οικονομίες. «Οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν αντιμετωπίζουν αρνητικά σοκ από την πλευρά της προσφοράς», λέει ο Barmes, προσθέτοντας ότι μπορεί στην πραγματικότητα να είναι αντιπαραγωγικές επειδή μπορούν να μειώσουν περαιτέρω την παραγωγή.
Ούτε αυξάνουν την προσφορά τροφίμων, υποστήριξαν οικονομολόγοι και άλλοι αναλυτές της αγοράς όταν αμφισβητήθηκε η ορθότητα της νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στους κραδασμούς των τιμών των τροφίμων το 2008 και το 2011.
Αυτή τη φορά, ωστόσο, οι παράμετροι της συζήτησης έχουν αλλάξει λόγω της κλιματικής αλλαγής, σημειώνουν οι οικονομολόγοι.
Οι κεντρικές τράπεζες στις αναπτυσσόμενες οικονομίες έπρεπε πάντα να ανταποκρίνονται περισσότερο στις τιμές των τροφίμων, λέει ο Raghuram Rajan, ο οποίος ήταν διοικητής της Αποθεματικής Τράπεζας της Ινδίας από το 2013 έως το 2016.
Προτάσεις για τις κυβερνήσεις
Καθώς η κλιματική αλλαγή επικρατεί και μειώνει τις αποδόσεις των καλλιεργειών, οι κυβερνήσεις είναι επίσης όλο και πιο πιθανό να στραφούν σε προστατευτικές πολιτικές που μπορούν να επιδεινώσουν τον πληθωριστικό αντίκτυπο. Πέρυσι, για παράδειγμα, ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές σε ποικιλίες λευκού ρυζιού, με αποτέλεσμα οι τιμές των εμπορευμάτων να ανεβαίνουν.
Το ποια μπορεί να είναι μια ιδανική αντίδραση στο πρόβλημα, αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Ο Barmes υποστηρίζει ότι υπάρχει ανάγκη για εναλλακτικά εργαλεία ελέγχου του πληθωρισμού για την αντιμετώπιση των πιέσεων που προέρχονται από την κλιματική αλλαγή. Εφαρμοζόμενες από τις δημοσιονομικές και βιομηχανικές αρχές και όχι από τις κεντρικές τράπεζες, ενδέχεται να περιλαμβάνουν ελέγχους τιμών και στοχευμένες επιδοτήσεις.
Απαιτούνται επίσης αυστηρότερη πολιτική ανταγωνισμού και αντιμονοπωλιακά μέτρα για να αποτραπεί η κερδοσκοπία εταιρειών με μεγάλο μερίδιο αγοράς κατά τη διάρκεια πληθωριστικών περιόδων και ως εκ τούτου να επιδεινωθεί το πρόβλημα, προσθέτει.
Ο Weber, ο καθηγητής στο Amherst, υποστήριξε σε μια πρόσφατη εργασία του ότι οι χώρες πρέπει να δημιουργήσουν αποθέματα ρυθμιστικών προϊόντων τροφίμων για να μετριάσουν τις διακυμάνσεις των τιμών και να επιβάλουν απροσδόκητους φόρους κερδών σε εταιρείες σε βασικούς τομείς, όπως τα τρόφιμα, για να αποτρέψουν την εκτίναξη των τιμών.
Κομβικός ο πληθωρισμός των τροφίμων
Ο Neumann αναγνωρίζει ότι η αύξηση των επιτοκίων σε μια εποχή που επίσης αυξάνονται οι τιμές των τροφίμων ενέχει κινδύνους και δεν είναι πάντα αποτελεσματική. Αλλά προσθέτει ότι στα περισσότερα πλαίσια «δεν μπορείς να αγνοήσεις εντελώς τα σοκ στις τιμές των τροφίμων, θα πρέπει να αυξήσεις τα επιτόκια».
Ο Rajan, ο πρώην διοικητής της RBI, συμφωνεί ότι «πρέπει να είμαστε λίγο προσεκτικοί ανταποκρινόμενοι σε πράγματα όπως η προσωρινή άνοδος της τιμής των κρεμμυδιών», ένα βραχυπρόθεσμο σοκ που διορθώνεται γρήγορα όταν επιτευχθεί περισσότερη προσφορά.
Αλλά «δεν μπορείς απλώς να αγνοήσεις τις (σ.σ.: τιμές των τροφίμων)», προσθέτει, ειδικά όχι όταν είναι υψηλές για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια «όχι τόσο για να βάλουν τέλος στην αύξηση των τιμών, αλλά για ν’ αποφύγουν όσα μπορούν να προκληθούν από την εν λόγω αύξηση».
Τουλάχιστον για μικρότερες οικονομίες τουλάχιστον, λέει ο Pourroy, με μια νομισματική πολιτική που θα συνδράμει την προσπάθεια μείωσης της τιμής των εισαγωγών.
«Οι κεντρικές τράπεζες δεν θα πρέπει να αντιδράσουν υπερβολικά», λέει, αλλά καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επικρατούν, ο πληθωρισμός των τροφίμων θα είναι «πολύ σημαντικός για την οικονομία, για τους ανθρώπους, για να μην κάνουν τίποτα».