Το σκεπτικό της απόφασης για την έφεση που άσκησε ο δήμος Μεταμόρφωσης
Την απόφαση να ασκήσει έφεση για να ακυρώσει την απόφαση του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας, με την οποία δικαιώθηκαν οι 88 εργαζόμενοι Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου (ΙΔΑΧ) του Δήμου Μεταμόρφωσης για την καταβολή 13ου και 14ου μισθού παρελθόντων χρόνων πήρε το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, στην πρόσφατη συνεδρίασή του.
Ο Δήμος Μεταμόρφωσης έδωσε στη δημοσιότητα την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου η οποία είναι η εξής: “Επειδή το συγκεκριμένο θέμα, που εισάγεται στο Δημοτικό Συμβούλιο κατ’ αίτηση του Σωματείου Εργαζομένων, δεν περιορίζεται στην καταβολή ή μη των επιδικασθέντων στους συγκεκριμένους ενάγοντες ποσών, συνολικού κεφαλαίου 173.669,15€, είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκο και πολυδιάστατο, με πολλαπλές και ευρύτερες συνέπειες.
Ειδικότερα:
1. Από νομική άποψη:
α) Η συγκεκριμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου Ν. Ιωνίας, κρίνει ως αντισυνταγματικές διατάξεις του νόμου 4093/2012, που ισχύει από 1-1-2013. Η αιτιολόγηση της αντισυνταγματικότητας που διαλαμβάνει η απόφαση, είναι υποτυπώδης και αόριστη περιοριζόμενη στη φράση:
«Η ως άνω διάταξη τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα (παρ. άρθρου 4 παρ. 1 και 5, 2 παρ. 1, 4 παρ. 5,25 παρ. 4 του Σ.) και στις έχουσες υπερνομοθετική ισχύ διατάξεις διεθνών συνθηκών, εφόσον στερεί από τους ενάγοντες το δικαιούμενο ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης».
Προφανώς, η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου είναι εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα και ως εκ τούτου, ενδείκνυται να αναμείνουμε την αμετάκλητη δικαστική κρίση γι’ αυτήν. Η πρόωρη αποδοχή της κρίσης του Ειρηνοδικείου, άλλωστε, θα άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ανατραπεί από μεταγενέστερη νομολογία των ανωτέρων και ανωτάτων Δικαστηρίων.
β) Η συγκεκριμένη απόφαση αφορά μόνο μέρος του προσωπικού με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου, (ΙΔΑΧ), που υπάγεται στη δικαιοδοσία των Αστικών Δικαστηρίων. Το προσωπικό με σχέση εργασίας Δημοσίου Δικαίου υπάγεται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων, διαφορετική κρίση των οποίων, θα καθιστούσε άνιση και άδικη την μεταχείριση μεταξύ των δυο κατηγοριών του προσωπικού: Αν μάλιστα παγιωθεί νομολογία υπέρ της συνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων, θα ετίθετο, ενδεχομένως, ακόμα και θέμα επιστροφής των καταβληθέντων αλλά και ευθυνών για την καταβολή τους.
γ) Η πρωτόδικη απόφαση, δεν είναι προσωρινά εκτελεστή. Μετά την τροποποίηση του άρθρου 72 Ν. 3852/2010, με τη διάταξη του άρθρου 54 Ν.4447/16, από τη γραμματική τουλάχιστον διατύπωση του Νόμου, προκύπτει ότι εναπόκειται στα αρμόδια όργανα του Δήμου η άσκηση η μη ένδικων μέσων, παρ’ ότι ακόμα η διάταξη, δεν έχει αποσαφηνιστεί ερμηνευτικά.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα αρμόδια όργανα του Δήμου, οφείλουν να αποφασίζουν για την άσκηση ή μη ένδικων μέσων, με γνώμονα το συμφέρον του Δήμου και με βάση τα νομικά, οικονομικά και ουσιαστικά στοιχεία και χαρακτηριστικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Η αποδοχή π.χ. μιας αβάσιμης αγωγής ή μιας αμφισβητούμενης και ανεπαρκώς θεμελιωμένης πρωτόδικης απόφασης, δεν απαλλάσσει τα αρμόδια όργανα από ενδεχόμενη ευθύνη καταλογισμού ή ακόμα και ποινική, για μόνο το λόγο ότι παρέχεται η δυνατότητα μη άσκησης ή παραίτησης από τα ένδικα μέσα.
2. Από υπηρεσιακή άποψη:
Η πρόωρη και βεβιασμένη καταβολή των επιδικασθέντων επιδομάτων σε μόνο μία ομάδα προσωπικού, θα οδηγούσε εκ των πραγμάτων σε προκλητικά άνιση μεταχείριση του προσωπικού και θα προκαλούσε εύλογα τη δυσφορία όσων δεν λαμβάνουν τα ίδια επιδόματα που περικόπηκαν με τις ίδιες διατάξεις. Γενίκευση, εξάλλου, της καταβολής των επιδομάτων σε όλο το προσωπικό, θα ήταν ευθέως παράνομη και θα συνεπαγόταν πολλαπλές ευθύνες για όσους θα την αποφάσιζαν, χωρίς αμετάκλητη κρίση για την αντισυνταγματικότητα. Ακόμα και στο προσωπικό της κατηγορίας ΙΔΑΧ ή ΙΔΟΧ, που δεν άσκησε αγωγή, θα ήταν αδύνατη η καταβολή των ίδιων επιδομάτων, για μόνο το λόγο ότι δεν έκαναν αγωγή (ούτε μπορούν πλέον να κάνουν, λόγω παραγραφής).
3. Από πολιτική άποψη:
α) Αν οι σχετικές διατάξεις του Ν. 4093/2012 (Εκτελεστικός Νόμος του δεύτερου Μνημονίου) είναι αντισυνταγματικές, τότε η λύση είναι πολύ απλή και οφείλει να την δώσει η Κυβέρνηση: Με ένα νόμο και ένα άρθρο να τις καταργήσει. Με τον ίδιο Νόμο και με το ίδιο άρθρο μπορεί να καταργήσει και τους εκτελεστικούς νόμους του πρώτου (Ν.4024/11) και του τρίτου (Ν.4336/15) Μνημονίου, δεδομένου ότι και τα τρία Μνημόνια έπληξαν «το δικαιούμενο ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης» του συνόλου της κοινωνίας και της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων.
Το να αφήνεται ένα τόσο σοβαρό και τεράστιο ζήτημα στα δικηγορικά γραφεία και τις δικαστικές αποφάσεις και να επιρρίπτεται η ευθύνη σε Δήμους, οργανισμούς κ.τ.λ., δεν αποτελεί απλώς υπεκφυγή και ανευθυνότητα. Είναι πολιτική αθλιότητα και αδίστακτος κυνισμός που μόνο στη διαβόητη φράση «Μεγάλη αναταραχή, ωραία κατάσταση», βρίσκει έρεισμα. Τα πρώτα θύματα αυτής της πολιτικής είναι οι πληγέντες από τα μνημόνια εργαζόμενοι που εξωθούνται σε δικαστικές περιπέτειες με σημαντικό οικονομικό και πολύ μεγαλύτερο ψυχοσυναισθηματικό κόστος και με αβέβαιο αποτέλεσμα για ένα θέμα που οφείλει να λύσει το Κράτος, με όρους γενικότητας και ισονομίας, για όλους τους εργαζόμενους.
β) Η χρονική συγκυρία της οιωνεί προεκλογικής περιόδου στην οποία βρίσκεται τόσο η χώρα όσο και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθιστά ακόμα μεγαλύτερη την ανάγκη λύσης από το Κράτος, προκειμένου να αποτραπούν οι εύλογα αυξημένες πιέσεις και οι πειρασμοί που δημιουργούνται.
Η αποσύνδεση των οποιονδήποτε παροχών από εκλογικές επιδιώξεις είναι στοιχειώδης προϋπόθεση σεβασμού του Πολίτη και του εργαζόμενου, της αξιοπρέπειας της πολιτικής διαδικασίας και της θεσμικής λειτουργίας της Δημοκρατίας. Στη συγκεκριμένη, συνεπώς, χρονική στιγμή, ακόμα και αν δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος, η Δημοτική Αρχή δεν θα προχωρούσε στην εφαρμογή μιας Πρωτόδικης Απόφασης που δεν είναι προσωρινά εκτελεστή, προς αποφυγή κάθε συσχετισμού με την ψήφο των ενδιαφερομένων, ακόμα και αν αυτό δεν είναι κατανοητό ή συνεπάγεται «πολιτικό» (σωστότερα ψηφοθηρικό) – κόστος.
4. Από οικονομική άποψη:
Κάθε επιλογή της διοίκησης ενός Δήμου, θα πρέπει να λαμβάνει υπ΄ όψη το οικονομικό κόστος και να το συνεκτιμά για την αποδοχή ή όχι ενός συνδικαλιστικού αιτήματος, που προβάλλεται από το Σωματείο των εργαζομένων -(Αυτό προφανώς δεν ισχύει όταν πρόκειται για εκτελεστή δικαστική απόφαση, η εφαρμογή της οποίας είναι υποχρεωτική, ανεξαρτήτως οικονομικών επιπτώσεων). Στην προκειμένη περίπτωση, το οικονομικό κόστος για το Δήμο από την καταβολή των πρωτοδίκως επιδικασθέντων επιδομάτων, ανέρχεται στο ποσό των 173.669,15 σε κεφάλαιο. Αυτό, όμως, είναι μικρό μόνο μέρος του συνολικού κόστους που συνεπάγεται η αποδοχή της απόφασης. Ειδικότερα:
α) Τα επιδικασθέντα αφορούν μόνο ογδόντα (80) απασχολούμενα ή απασχοληθέντα άτομα. Η επιβαλλόμενη εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται ότι θα πρέπει το κόστος να υπολογισθεί στη βάση του συνόλου των εργαζομένων είτε πρόκειται για ΙΔΑΧ ή ΙΔΟΧ που δεν άσκησαν αγωγή είτε πρόκειται για εργαζόμενους με άλλη σχέση εργασίας.
β) Τα επιδικασθέντα αφορούν μόνο τα επιδόματα 2015 και 2016 και το ήμισυ των επιδομάτων του 2017. Προφανώς, αποδεχόμενος ο Δήμος την επίμαχη πρωτόδικη απόφαση, θα πρέπει να καταβάλει και τα επιδόματα που αντιστοιχούν στο μετέπειτα χρονικό διάστημα.
5. Από κοινωνική άποψη:
Το να ικανοποιεί η διοίκηση ενός Δήμου αιτήματα των εργαζομένων του, είναι ασφαλώς ευχάριστο πράγμα, (και εκλογικά επωφελές). Αλλά η ικανοποίηση κάθε συγκεκριμένου αιτήματος θα πρέπει να γίνεται μέσα στα αδιαμφισβήτητα όρια της νομιμότητας, με μέτρο και φειδώ και με αυστηρή αίσθηση ευθύνης απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας του Δήμου, ιδίως στις σημερινές συνθήκες που ο Δήμος διαχειρίζεται το υστέρημα της κοινωνίας. Το προσωπικό του Δήμου, ασφαλώς αποτελεί μέρος της κοινωνίας που παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτήν. Ο Δήμος, όμως, δεν υπάρχει για χάρη του προσωπικού αλλά για χάρη της κοινωνίας από την οποία μισθοδοτείται το προσωπικό, του Δημάρχου και όσων άλλων αιρετών αμείβονται συμπεριλαμβανομένων. Τα ποσά που διαχειρίζεται ο Δήμος δεν είναι απεριόριστα και κάθε υπέρμετρη ή δυσανάλογη αύξηση του μισθολογικού κόστους, αποστερεί το κοινωνικό σύνολο από έργα, υπηρεσίες και παροχές που αυτό δικαιούται. Αν, π.χ. το μισθολογικό κόστος επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του Δήμου κατά 500.000€, κατ΄ ανάγκη και αναπότρεπτα, θα λείψουν από την ευρύτερη κοινωνία έργα, παροχές ή υπηρεσίες (π.χ. λακκούβες, πεζοδρόμια, Κοιν. Πολιτική κ.τ.λ.,) ισόποσης αξίας.
Αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν μπορεί να αγνοείται ή να παραβλέπεται σε κάθε περίπτωση και προπαντός στις σημερινές συνθήκες κατά τις οποίες το -κακοπληρωμένο- προσωπικό του Δήμου, έχει μια ασφαλή εργασιακή σχέση και βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Επομένως, ακόμα και αν δεν υπήρχαν τα προεκτεθέντα προβλήματα με την επίμαχη πρωτόδικη δικαστική απόφαση και η Διοίκηση του Δήμου δεν είχε κανέναν περιορισμό στη διαχείριση των πόρων του Δήμου, οι τυχόν πρόσθετες παροχές προς το προσωπικό, θα όφειλαν να λάβουν υπ’ όψη την ευρύτερη κοινωνική διάσταση.
Επειδή οι προαναφερόμενοι επάλληλοι λόγοι, είναι αποτρεπτικοί για την παραίτηση από τα ένδικα μέσα κατά της υπ’ αριθ. 23/2018 απόφασης του ειρηνοδικείου Ν. Ιωνίας.
Επειδή κανένα δικαίωμα των εναγόντων- εργαζομένων δεν κινδυνεύει από την άσκηση ένδικων μέσων, με την προϋπόθεση ασφαλώς ότι θα κριθεί αμετακλήτως υπαρκτό και βάσιμο από τα αρμόδια Δικαστήρια.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει κατά πλειοψηφία το αίτημα του Συλλόγου Εργαζομένων Δήμου Μεταμόρφωσης για μη άσκηση των νομικών ένδικων μέσων κατά της υπ’ αριθ. 23/2018 απόφασης Ειρηνοδικείου Ν. Ιωνίας Επί Αγωγής Εργαζομένων Ι.Δ.Α.Χ. ή ΙΔΟΧ.
Υπέρ της αποδοχής της πρωτόδικης απόφασης και της παραίτησης από τα ένδικα μέσα ψήφισαν οι κ.κ. Βασίλης Καραβάκος, Παναγιώτης Λουσίδης, Αφροδίτη Μπεκιάρη, Σάββας Νάνος, Χαρίκλεια Νικολοπούλου, Δημήτρης Περιβολαράκης, Εμμανουήλ Πετάσης, Ευστράτιος Σαραούδας, Μιχάλης Χαρίσης.”