syneidisi ONline
20.5 C
Athens
Κυριακή, 20 Απριλίου, 2025
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    «Έφυγε» η Καλλιόπη Μακρίδου, η ζωντανή ιστορία των προσφύγων της Μικράς Ασίας

    Σωματείο των απανταχού Ινεπολιτών Κασταμονιτών της Νέας Ιωνίας

    Το Σωματείο των απανταχού  Ινεπολιτών Κασταμονιτών της Νέας Ιωνίας αποχαιρέτησε την Καλλιόπη Μακρίδου, την ζωντανή ιστορία των προσφύγων της Μικράς Ασίας.

    Στο κείμενο που απέστειλαν σημειώνουν σχετικά: “Η Καλλιόπη Μακρίδου, η γυναίκα που  η μακρόχρονη ζωή της αντιπροσωπεύει όλη την ιστορία της Ινέπολης του Πόντου αλλά και την ιστορία θα λέγαμε όλων των προσφύγων της Μικράς Ασίας, δεν είναι πια κοντά μας.

    «Έφυγε» ήσυχα και  διακριτικά στις 16 Οκτωβρίου… μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της  η πνευματική και σωματική της κατάσταση ήταν άριστη. Την πρόδωσαν τα 106 και μισό χρόνια της ζωής της…

    Η Καλλιόπη Μακρίδου γεννήθηκε στην Ινέπολη του Πόντου το 1907 και έζησε όλους τους διωγμούς που υπέστησαν οι Έλληνες από τους Τούρκους στην χιλιοβασανισμένη εκείνη περιοχή.

    Είχε έναν αδελφό και δύο αδελφές.

    Ο πατέρας της και ο αδελφός της πέθαναν εκεί.

    Η ίδια μαζί με την μητέρα της και τη μία αδελφή της (η άλλη είχε ήδη φύγει για την Ευρώπη πριν τους διωγμούς) πήρε τελικά το δρόμο της προσφυγιάς  μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες του Πόντου. Με καράβι έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και μετά με φορτηγά αυτοκίνητα ξεκίνησαν για την Ξηρολίμνη Κοζάνης.

    Σε μία στάση που έκαναν στο Αμύνταιο για ξεκούραση, πέθανε η μητέρα της … Η Καλλιόπη μαζί με την αδελφή της ακολούθησαν τους υπόλοιπους. Στην Ξηρολίμνη πέθανε και η αδελφή της …η ίδια ευτυχώς βρήκε ένα ζευγάρι που την πήρε σπίτι του και την είχαν σαν κόρη τους .

    Αργότερα επέστρεψε και η μεγάλη της αδελφή από την Αυστρία και την πήρε μαζί της στην Αθήνα . Στην Αθήνα παντρεύτηκε τον Αντώνη Μακρίδη και έκαναν τρία παιδιά, τον Πάνο, το Γιώργο και τη Δέσποινα. Απέκτησε τρία εγγόνια και ευτύχησε να δει 6 δισέγγονα. Έχασε αρκετά νωρίς τον άντρα της και τον γιο της Γιώργο.

    Συχνά  ανακαλούσε στη μνήμη της τα περασμένα , τη ζωή της στην πατρίδα , τους διωγμούς , τους θανάτους των δικών της και τα αφηγείτο στους γύρω της. Οι μνήμες της παιδικής ηλικίας της πολλές – πολύτιμες παρακαταθήκες για εμάς τους νεώτερους.

    Η Κική Κοντίτση, ανιψιά της, γειτόνισσά της και με κοινή καταγωγή, ήταν συχνή ακροάτρια των αφηγήσεών της αυτών. Φρόντισε λοιπόν να καταγράψει τα λεγόμενά της σε ένα τετράδιο και μετά να τα συνθέσει κομμάτι – κομμάτι σε μία συνεχόμενη ιστορία, την ιστορία της ζωής της γιαγιάς Καλλιόπης, που θα μπορούσε να είναι ιστορία όλου του Ελληνισμού της Μ. Ασίας.

    Το Σωματείο των απανταχού Ινεπολιτών Κασταμονιτών που εδρεύει στη Νέα Ιωνία,  απένειμε τιμητική πλακέτα στην Καλλιόπη Μακρίδου σαν το μακροβιότερο μέλος του, σε μία πανηγυρική τελετή – ενσωματωμένη στην ετήσια γιορτή μνήμης του Σωματείου την Κυριακή 9 Ιουνίου 2013.

    Σε εκείνη την τελετή λοιπόν αναγνώσθηκε για πρώτη φορά η πολύτιμη αυτή ιστορία που αναφέρουμε στη συνέχεια.

     

    Η κηδεία

    Η κηδεία της έγινε στο Κοιμητήριο της Μεταμόρφωσης στις  17 Οκτωβρίου 2013. Πλήθος κόσμου, συγγενείς και φίλοι την συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία της .

    Παρόντες αρκετά μέλη του Δ.Σ. του Σωματείου Ινεπολιτών – Κασταμονιτών και επίσης οι κ. Βασίλης Καρυοφυλλίδης και Θοδωρής Μακρίδης, εκπρόσωποι Ποντιακών Σωματείων.

    Συγκινητική στιγμή της κηδείας όταν ο φίλος (ο οποίος έγινε και επίτιμο μέλος) του Σωματείου Ινεπολιτών – Κασταμονιτών Onur Eryılmaz (Τούρκος που η καταγωγή του είναι από την Ινέπολη του Πόντου ) έριξε πάνω στον τάφο χώμα από την πατρίδα της. Το χώμα αυτό το έχει φέρει στην Ελλάδα ο Βασίλης Καρυοφυλλίδης, ο οποίος έκανε την διαδρομή Αθήνα Τραπεζούντα – Παναγία Σουμελά με ποδήλατο (σε 62 ημέρες). Πήρε λοιπόν χώμα από το Ιερό της Μονής της Παναγίας Σουμελά και από τον Άγιο Νικόλαο Κερασούντας και το έφερε στην Αθήνα. Αυτό το ράντισε με αγιασμό που είχε φέρει επίσης από την Παναγία Σουμελά και ο Ονούρ έρανε τη σορό της Καλλιόπης με αυτό. Τραγική ειρωνία: ο Ονούρ ήρθε στην Αθήνα και αναζήτησε την γιαγιά Καλλιόπη για να της φιλήσει το χέρι – αλλά δεν πρόλαβε.

     

    Η ιστορία της ζωής της όπως την αφηγήθηκε η ίδια

    Γεννήθηκα το  Μάιο του 1907 στη Μικρά Ασία στο Ατσίτενο της Ινέπολης. Γονείς μου ήταν ο Παρασκευάς  Γιαννόγλου και η Δέσποινα Σπανοπούλου.  Ημασταν τέσσερα παιδιά. Τα δύο, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ήταν από τον πρώτο γάμο του πατέρα μου και τα άλλα δύο κορίτσια από τον δεύτερο γάμο του. Μέχρι τα πέντε  με έξι χρόνια μου, η ζωή μας ήταν καλή. Ημασταν  στην ίδια γειτονιά Τούρκοι και Έλληνες. Εγώ είχα και μια Τουρκάλα  φιλενάδα που ήμασταν  πολύ αγαπημένες.

    Ώσπου πήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και τον πήγαν μακριά στο Ερζουρούμ. Και μετά από λίγο καιρό πήραμε το μαύρο χαμπέρι ότι σκοτώθηκε.

    Από τότε άρχισαν τα βάσανά μας.

    Την αδελφή μου τη μεγάλη, τη Σταματούλα, την ζήτησε μία οικογένεια από την Κασταμονή, να δουλέψει σαν υπηρέτρια. ΄Υστερα έφυγε μαζί τους στην Αυστρία. Ο αδελφός μου παντρεύτηκε 18 χρονών και μετά από λίγο τον πήρανε στρατιώτη  και σκοτώθηκε.  Η μάνα μου δούλευε και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα και να μας ζήσει.

    Μία ημέρα οι Τούρκοι στρατιώτες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και φώναζαν: «Ολοι έξω … να φύγετε … θα πάτε πολύ μακριά». Τι να κάνει η μάνα μου; παίρνει ό,τι μπορούσε (τρόφιμα και ρούχα), κλειδώνει το σπίτι και φεύγουμε. Ηταν χειμώνας … μας έβαλαν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους στις βοϊδάμαξες (όσοι βέβαια χωρούσαν) και οι άλλοι περπατούσαν με τα πόδια … τύλιγαν με κουρέλια τα παπούτσια τους για να μην γλιστρούν στο χιόνι.

    Έκανε πολύ κρύο … στο δρόμο από την ταλαιπωρία πέθαιναν κάνα δύο κάθε μέρα!!! Τους θάβαμε και συνεχίζαμε. Τα βράδια βρίσκαμε ένα χάνι και σταματούσαμε, ανάβαμε φωτιά να στεγνώσουν τα ρούχα μας, ξεκουραζόμαστε και όταν ξημέρωνε συνεχίζαμε την πορεία μας. Μετά από μερικά μερόνυχτα φτάσαμε στον τόπο που ήθελαν να μας πάνε, Τατάι το λέγανε. Εκεί είχε μερικές καλύβες, φτιάξαμε και άλλες και πέρασε ο χειμώνας. Το μέρος εκεί ήταν πεδιάδα και  εύφορο μέρος και όταν ήρθε η Άνοιξη, άνθισαν τα δέντρα, έκαναν φρούτα – πολλά φρούτα – φυτέψαμε καλαμπόκια, μανάβικα, είχαμε κότες και αρχίσαμε να βρίσκουμε τον τρόπο της ζωής.

    Μετά από δύο – τρία χρόνια μας είπαν: «να τα μαζέψετε και να φύγετε … θα πάτε  πίσω στον τόπο σας», άντε πάλι … Παίρνει η μάνα μου μία βοϊδάμαξα, τη φορτώνει με ό,τι είχαμε και πάλι ξανά πορεία. Ευτυχώς έκανε καλό καιρό … δεν ήταν χειμώνας. Μετά από μερικά μερόνυχτα φτάσαμε στα σπίτια μας. Τα βρήκαμε με τις πόρτες σπασμένες και δεν υπήρχε ούτε ένα κουρέλι μέσα. Πολλά σπίτια δεν είχαν ούτε σκεπή. Αρχίσαμε να τα διορθώνουμε  και να ξαναβρίσκουμε το ρυθμό της ζωής μας.

    Και ένα πρωί, ήταν γιορτή – ημέρα της Αναλήψεως, ακούμε τον τελάλη να φωνάζει «όλοι να μαζευτείτε στον ποταμό Κίτσαη … θα γυρίσουμε στα σπίτια και όποιον βρούμε μέσα θα τον σκοτώσουμε». Η μάνα μου παίρνει εμένα και την αδελφή μου και πάμε στο ποτάμι. Ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας. Εκεί βρήκαμε πολύ κόσμο, βάλανε από τη μια όχθη του ποταμιού τον κόσμο και από την άλλη όχθη ήταν στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα προς τα εμάς.

    Περιμέναμε με αγωνία. Ρώτησα εγώ «γιατί μας φέρανε εδώ;» μου απαντούν «για να μας σκοτώσουν» ρωτάω ξανά «γιατί;;;» μου απαντούν «γιατί η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία».

    Άρχισαν τα κανόνια από τα πλοία να ακούγονται που έριχναν κανονιές από τη θάλασσα προς το βουνό. Περιμέναμε με αγωνία τι θα γίνει.

    Ξαφνικά ακούμε ένα ποδοβολητό αλόγου και έναν καβαλάρη να φωνάζει δυνατά «Διαταγή, σταματήστε μην πειράξετε κανέναν γιατί αλίμονό μας».

    Ήταν απόγευμα, μας λένε «να πάτε στα σπίτια σας και να μην βγείτε έξω, ούτε να ανάψετε φώτα». Την άλλη μέρα το πρωί μαθαίνουμε ότι την ώρα που έφευγε ο κόσμος από το ποτάμι οι Τούρκοι στα κρυφά σκότωσαν κάποιους.

    Τον παπα-Διονύση Αλεξιάδη,

    Τον Βασίλη Σπανόπουλο

    Τον Δημήτρη Σπανούδη

    Την Παρασκευή Λαμπρίδου

    Την Σμαράγδα Αλεξιάδου

    Τη Σοφία Αλεξιάδου

    Τη  Σουλτάνα Κελεγκουρίδου

    Αρχίσαμε και πάλι να βρίσκουμε το ρυθμό της ζωής μας. Η μάνα μου δούλευε στο λιμάνι και σιγά σιγά φτιάξαμε το νοικοκυριό μας. Πέρασαν δύο τρία χρόνια και άντε πάλι … ένα πρωί χτυπούσαν οι τούρκοι άγρια τις πόρτες και φώναζαν «Εξω όλοι να φύγετε, να πάτε στην Ελλάδα. Τι να κάνουμε;;; παίρνουμε ό,τι ρούχα μπορούσαμε και φεύγουμε.  Μας βάζουν σπρώχνοντας στο καράβι μας ψάχνανε και ό,τι χρυσά  και λεφτά είχαμε μας τα παίρνανε και να φορούσαμε σκουλαρίκια τα τραβούσανε και κόβανε τα αυτιά. Ητανε μία Ινεπολίτισσα. Η Θεοδώρα η κόρη της Καμάλας τη λέγανε. Τα αυτιά της ήταν κομμένα από το τράβηγμα για να της πάρουν τα σκουλαρίκια.

    Ταξιδεύοντας το καράβι έκανε στάση σε δύο τρία νησιά και άφηνε κόσμο. Εμάς μας πήγανε στη Θεσσαλονίκη. Μας βάλανε σε φορτηγά αυτοκίνητα και πήγαμε στο Αμύνταιο. Εκεί καθήσαμε να ξεκουραστούμε.  Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε πάει να σηκωθεί η μάνα μου και πέφτει κάτω και πεθαίνει. «Τι θα κάνετε;» μας λένε «θα έρθετε μαζί μας ή θα μείνετε εδώ;» Πού να μείνουμε … στην ερημιά;;;  Αφήνουμε τη μάνα μας στη μέση του δρόμου και φύγαμε μαζί με τους άλλους. Φτάσαμε στην Ξηρολίμνη. Μας βάλανε όλους σε ένα σχολείο. Ξυπνάω ένα πρωί και βλέπω την αδελφή μου δίπλα μου πεθαμένη.

    Μετά άρχισαν να δίνουν στον κόσμο σπίτια και λίγοι – λίγοι έφευγαν από το σχολείο. Εγώ έμεινα μοναχή μου, πού να πάω; Βγήκα στον δρόμο πήγα σε ένα σπίτι τους ζήτησα λίγο ψωμί και μου έδωσαν. Το βράδυ βρήκα ένα σταύλο, είχε αγελάδες μέσα, είδα ότι ήτανε δεμένες. Μπήκα μέσα. πήγα σε μια γωνιά και κοιμήθηκα. Το πρωί ήρθε μια γυναίκα να ταΐσει  τις αγελάδες και με ρωτάει «τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν έχεις οικογένεια; »  της λέω «όχι» μου λέει «έρχεσαι μαζί μου στο σπίτι;» της λέω «έρχομαι». Πάμε στο σπίτι της και λέει στον άντρα της (Ηλία Αβραμίδη τον έλεγαν και τη γυναίκα του Ανατολή, ήταν Πόντιοι πρόσφυγες) « Να το κρατήσουμε αυτό το κορίτσι μαζί μας;; δεν έχει κανένα συγγενή». Αυτός πρόθυμος απαντά «να το κρατήσουμε». Τους έλεγα θείο και θεία, με αγαπούσαν πολύ, περνούσα καλά μαζί τους, ήθελαν να με υιοθετήσουν.

    Μια μέρα ήρθε η αδελφή μου η Σταματούλα από την Αυστρία στην Ξηρολίμνη. Μόλις την είδα χάρηκα και μου λέει «Ηρθα να σε πάρω να πάμε στην Αθήνα». Στεναχωρέθηκα που θα άφηνα το θείο και τη θεία μου και εκείνοι έκλαιγαν που έφευγα. Ηρθαμε στην Αθήνα, πήγαμε σε ένα σπίτι με την αδελφή μου, στο σπίτι της αδελφής του τότε υπουργού Δοξιάδη, (την έλεγαν Φρόσω Νικολαϊδου),  για να τη βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού. Μόλις με είδε με καλοδέχτηκε, με αγαπούσε και περνούσα πολύ καλά. Κάναμε πολύ συχνά το τραπέζι στον Πλαστήρα, το Βενιζέλο και πολλούς άλλους πολιτικούς.

    Μία μέρα με φωνάζει ο ξάδελφός μου και μου κάνει προξενιά έναν νέο τον Αντώνη το Μακρίδη, που ήταν ταμίας στο πρώτο Δ.Σ. του Σωματείου Ινεπολιτών. Το λέω στην κυρία Φρόσω και μου λέει «να τον φέρεις να τον γνωρίσουμε». Της άρεσε και αρραβωνιαστήκαμε. Η κυρία Φρόσω με βοήθησε για να γίνει ο γάμος, μου ψώνισε την προίκα μου,  μου φέρθηκε σαν μάνα.

    Έκανα τρία παιδιά,  τρία εγγόνια και έξι δισέγγονα.

    ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

    εισάγετε το σχόλιό σας!
    παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

    - Advertisement -spot_img

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

    Τελευταία άρθρα