Άρθρο του κ. Μιχάλη Λάλου – Αναγνώστου, υποψηφίου δημοτικού συμβούλου Φιλαδέλφειας – Χαλκηδόνος με τη “Δύναμη Πολιτών”
Κάθε εποχή έχει τις μόδες, τις τάσεις, τους εναλλακτικούς και τους πρωτοπόρους της σε όλες τις εκφάνσεις της οργανωμένης κοινωνικής ζωής, επιστήμες, πολιτική, τέχνες κλπ. Καθένας έρχεται η στιγμή που αναλαμβάνει να υπηρετήσει έναν σκοπό και να διαγράψει μια πορεία στο πεδίο δράσης του, είτε εκφράζοντας μόνο τον εαυτό του, είτε προσπαθώντας να εκφράσει τη βούληση και τους προβληματισμούς μιας μερίδας ανθρώπων, δημιουργώντας έτσι ένα πολιτικό, καλλιτεχνικό και ούτω καθεξής ρεύμα. Το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί ένας άνθρωπος που επιχειρεί να γίνει εκφραστής μιας τέτοιας κοινωνικής ομάδας, να παραμείνει πιστός στο αρχικό πλάνο και στην ιδεολογική αφετηρία του, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ως ηγέτης την αρμονική συνύπαρξη και αγαστή συνεργασία των ακολουθητών του; Ποια είναι η ασφαλιστική δικλείδα που εγγυάται την επιτυχία μιας τέτοιας προσπάθειας;
Τελευταία πολύς λόγος γίνεται για τους διαφόρους υποψήφιους των αξιωμάτων της τοπικής αυτοδιοίκησης που κατεβαίνουν στον πολιτικό στίβο κρατώντας ψηλά και κουνώντας περήφανα τη σημαία της «Ανεξαρτησίας», ανεξαρτήτως ύπαρξης ή όχι πολιτικού παρελθόντος. Τι ζητούν να μας τονίσουν όμως με αυτό το επιχείρημα; Προέρχονται από παρθενογένεση; Μετάνιωσαν; Και πόσο ανεξάρτητοι μπορούν τελικά να είναι;
Προσωπικά πάντα έβλεπα την τοπική αυτοδιοίκηση σαν τον φτωχό συγγενή του αγώνα. Αυτό οφείλεται στη γενικότερη αίσθηση που υπάρχει ότι οι κατά τόπους κοινωνίες συνήθιζαν να πέφτουν προεκλογικά θύματα των ντόπιων πολιτικάντηδων που με λαοπλάνες μεθόδους κατάφερναν πάντα να αποσπούν την ψήφο συμπολιτών τους, διαβεβαιώνοντας έναν έναν χωριστά και για διαφορετικούς, συχνά αντικρουόμενους, λόγους ότι θα αποκομίσει ίδιον όφελος από την εκλογή τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τοπικές εξουσίες που προέκυπταν στη συνέχεια να περιορίζονται στην επίλυση μικρών τοπικών, τεχνικής κυρίως φύσης ζητημάτων και στο ρόλο του διαιτητή για τη διευθέτηση προσωπικών διαφορών μεταξύ μελών της τοπικής κοινωνίας. Αποτρέποντας έτσι τη δημιουργία ενός μαζικού μετώπου αντίστασης και αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών. Τη διαμόρφωση κοινής αστικής συνείδησης, κοινών στόχων και επιδιώξεων. Το πέρασμα από το «Εγώ» στο «Εμείς».
Στο ζήτημα αυτό κάποιοι ισχυρίζονται πως βρήκαν τη λύση. Είναι «Ανεξάρτητοι»!!! Μακριά από κομματικές σκοπιμότητες. Μακριά όμως και από κάθε άλλου είδους σκοπιμότητα;
Στην προσπάθεια τους να παρουσιαστούν ως τέτοιοι συχνά απαξιώνουν κάθε είδος πολιτικής ρητορικής συνδέοντας το με κομματικές γραμμές. Απαρνούνται έκδηλα κάθε γνωστό μέχρι σήμερα ιδεολογικό πλαίσιο και υιοθετούν «νέες», λένε, μεθόδους και πρακτικές στη διαδικασία επίλυσης ζητημάτων και στην εν γένει άσκηση δημόσιας διοίκησης. Φέρνουν «νέα ήθη», άγνωστα προς εμάς, στην πολιτική ζωή του τόπου. Ενάρετοι αγγελιοφόροι της ελπίδας. Ελλείψει όμως ιδεολογικής αφετηρίας και αγχωμένοι να δικαιολογήσουν το ζήλο της ενασχόλησης τους με τα κοινά, προφασίζονται μια υπέρμετρη αγάπη για τη γειτονιά τους. Τόση που φτάνει στα όρια του σωβινισμού. Αναζητούν συμμαχίες με κάθε λογής προσωπικότητες που για «ανεξήγητους» λόγους θα δείξουν αμέριστη στήριξη στο πρόσωπο τους. Εκτός από «ανεξάρτητοι» παρουσιάζονται και ανοιχτοί προς κάθε κατεύθυνση συνεργασίας, αριστερά, δεξιά ή και ακόμα πιο δεξιά… Βεβαίως η σύγκλιση απόψεων σε ζητήματα τοπικής αυτοδιοίκησης μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές ιδεολογικές βάσεις είναι λογικό και επόμενο να υπάρχει και αποτελεί συναινετικό στοιχείο για τη πρόοδο μιας κοινωνίας. Είναι πολύ διαφορετικό όμως από το να δημιουργούνται ομάδες ετερόκλητων στοιχείων όπου μοναδικό κριτήριο που τίθεται, υποκριτικά, είναι η αγάπη για τον τόπο. Έτσι μπορεί ανενόχλητα να εισχωρεί σ’ αυτήν ο οποιοσδήποτε, άνευ κριτηρίου εντιμότητας, προτέρου δράσης και κινήτρων. Ούτε λόγος φυσικά για ιδεολογικό πλαίσιο αρχών. «Αυτά θα τα βρούμε στην πορεία…».
Όλα αυτά όμως μήπως μας θυμίζουν κάτι; Μήπως η μεθοδολογία που ανέλυσα παραπάνω χρησιμοποιήθηκε με τεράστια επιτυχία από κάποια πολιτική-στρατιωτική οργάνωση στο πρόσφατο παρελθόν; Είναι πικρή η γεύση που μας άφησε το εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό της Χρυσής Αυγής στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και η εδραίωση της ως μια από τις ισχυρές δυνάμεις της πολιτικής ζωής του τόπου μας. Πρόσφατα είδαμε πρακτικές της να υιοθετούνται και από μέλη πολιτικής παράταξης του δήμου μας αλλά δεν αξίζει να αναφερθώ παραπάνω σ’ εκείνη την επαίσχυντη επιστολή στήριξης υπόδικου υποψηφίου. Θα προτιμούσα να κάνω λάθος και όλα όσα περιγράφω να είναι απλά μια κάθοδος στην πολιτική προσωπικοτήτων της λούμπεν μπουρζουαζίας που βλέπουν την ανάδειξη τους στα δημόσια αξιώματα ως παράσημο και επιστέγασμα μιας επιτυχημένης πορείας ή απλά ως ένα μετάλλιο που λείπει από το παλμαρέ τους.
Δυστυχώς για τους «Ανεξάρτητους» φίλους μας το προνόμιο της ανεξαρτησίας χάνεται από τη στιγμή που υπογράφουν λευκές επιταγές με ετερόκλητους παράγοντες οι οποίοι με το αζημίωτο αναλαμβάνουν τη στήριξη ενός προσώπου και όχι μιας πολιτικής, αφού οι εν λόγω υποψήφιοι δεν αναδεικνύονται μέσα από κινηματικές διαδικασίες και άρα από μια βάση προσωπικοτήτων. Στην πραγματικότητα θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη «Ανένταχτος» αλλά αυτή για λόγους μάρκετινγκ αποφεύγεται καθώς στη στενή ελληνική λογική είναι συνώνυμο του περιθωριακός-αδύναμος.
Τελειώνοντας θα κλείσω με μιαν ευχή ή και προτροπή. Ας προσέξουμε ως ενεργοί και σκεπτόμενοι πολίτες που θέλουμε να λεγόμαστε, κι ας κάνουμε σοφότερα τις επιλογές μας αυτή τη φορά, κοιτάζοντας την ουσία των πραγμάτων στη βάση της δημιουργίας ενός κοινού μετώπου αντίστασης στη μνημονιακή λαίλαπα και προστασίας των ασθενών κοινωνικών ομάδων. Και όχι πέφτοντας θύματα φτηνών, ξεπερασμένων επικοινωνιακών τρικ. Γιατί το σακάκι του δημάρχου πολλοί βιάστηκαν να το φορέσουν, μόνο που ξέχασαν να ξεκρεμάσουν την τιμή. Και τότε είδαμε όλοι πόσο μεγάλο ήταν το αντίτιμο και πόσο «Ανεξάρτητοι» ήταν οι ίδιοι.