Υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, εξαρθρώθηκε μια εγκληματική οργάνωση που συμμετείχε σε εκτενή διασυνοριακή απάτη Φ.Π.Α., μέσω της δημιουργίας μιας αλυσίδας ανύπαρκτων επιχειρήσεων και εικονικών συναλλαγών.
Η Δικαιοσύνη αποφάσισε την προσωρινή κράτηση έντεκα ατόμων και την επιβολή περιοριστικών μέτρων σε άλλα δέκα, μετά την εξάρθρωση της οργάνωσης που είχε εμπλακεί σε εκτενή διασυνοριακή απάτη Φ.Π.Α., με δαπάνες που ανήλθαν έως και 30 εκατομμύρια ευρώ. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024 από την ΕΛ.ΑΣ., έπειτα από πολύμηνη έρευνα υπό την εποπτεία του Ελληνικού Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (EPPO).
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, συνελήφθησαν συνολικά 21 μέλη της οργάνωσης, εκ των οποίων τρία ήταν αρχηγικά στελέχη. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον Φ.Π.Α. με απώλεια πόρων που ξεπερνά τα 10.000.000 ευρώ, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, καθώς και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, και παραβάσεις του νόμου για τα όπλα και τα ναρκωτικά. Στη δικογραφία περιλαμβάνονται επίσης 41 άτομα που κατηγορούνται για τα ίδια αδικήματα.
Προηγήθηκε σχετική έκθεση από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Από την έρευνα της υπόθεσης προέκυψε ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης είχαν ενταχθεί με συγκεκριμένους ρόλους και διέθεταν επιχειρησιακή υποδομή για την εκτέλεση εικονικών συναλλαγών και την παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α.
Για την επίτευξη των στόχων τους, τα κύρια μέλη οργανώθηκαν σε δύο υποομάδες που δρούσαν συντονισμένα, έχοντας εγκατασταθεί κρυφά σε διάφορους χώρους στην Αττική. Παράλληλα, ελάμβαναν τα απαραίτητα μέτρα για να αποφύγουν την αποκάλυψή τους, όπως η συνεχής ίδρυση νέων νομικών οντοτήτων, η χρήση εικονικών δικτύων και τηλεφωνικών συνδέσεων μέσω «αχυρανθρώπων», καθώς και η φυσική μεταφορά χρημάτων.
Αναφορικά με τη λειτουργία της οργάνωσης, παρατίθενται οι εξής λεπτομέρειες:
Δημιουργία εικονικών επιχειρήσεων: Τα μέλη της οργάνωσης ίδρυαν εταιρείες «βιτρίνες» χωρίς πραγματική εμπορική δραστηριότητα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Σλοβακία. Στις εν λόγω εταιρείες, οι διαχειριστές δηλώνονταν ως άτομα με χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, όπως άνεργοι και εξαρτημένα άτομα, με σκοπό την απόκρυψη της ταυτότητας των πραγματικών διαχειριστών. Ενδεικτικό της έκτασης της δράσης τους είναι το γεγονός ότι μία από τις δύο υποομάδες φέρεται να έχει συστήσει τουλάχιστον 430 εικονικές οντότητες ή να έχει λειτουργήσει με νομιμοφανή τρόπο.
Απάτη «Carousel»: Η οργάνωση υλοποιούσε ένα πολύπλοκο σχέδιο «αλυσιδωτής απάτης» στον τομέα του Φ.Π.Α. (carousel fraud), εκμεταλλευόμενη τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και το καθεστώς μη απόδοσης Φ.Π.Α. σε πωλήσεις εντός της ΕΕ. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν ως «εξαφανισμένοι έμποροι» (missing traders), δηλώνοντας πλασματικές συναλλαγές προκειμένου να εισπράξουν παράνομα Φ.Π.Α. ή να ζητήσουν επιστροφές.
Χρηματοπιστωτική νομιμοποίηση εσόδων: Τα κέρδη από τη φοροδιαφυγή διακινούνταν μέσω τραπεζικών λογαριασμών των εικονικών επιχειρήσεων, με εικονικές τραπεζικές συναλλαγές και αναλήψεις μετρητών. Οι δράστες χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφημένα δίκτυα (VPN) και ανώνυμες κάρτες SIM, ενώ προχωρούσαν σε φυσική μεταφορά χρημάτων από περιφερειακά μέλη της οργάνωσης για να αποκρύψουν την προέλευση των παράνομων εσόδων.
Δηλώσεις Φ.Π.Α.: Τα μέλη της οργάνωσης υπέβαλαν ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις Φ.Π.Α. και προέβαιναν σε λήψη εικονικών τιμολογίων, προκειμένου να δημιουργήσουν πλασματικές απαιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. Με αυτή τη μέθοδο, η οργάνωση κατάφερε να αποσπάσει παράνομα από το κράτος ποσό που υπερβαίνει τα 4,4 εκατ. ευρώ από επιστροφές Φ.Π.Α.
Στρατολόγηση περιφερειακών μελών: Τα κεντρικά μέλη στρατολογούσαν άτομα με χαμηλά εισοδήματα και ποινικό παρελθόν, τοποθετώντας τα ως διαχειριστές των εικονικών επιχειρήσεων. Τα περιφερειακά μέλη λειτουργούσαν ως «εργαλεία» για την κάλυψη των δραστηριοτήτων της οργάνωσης στη διασυνοριακή απάτη Φ.Π.Α., τη διακίνηση των σχετικών εσόδων μέσω τραπεζικών συναλλαγών και την ανάληψή τους, καθώς και τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν σχετίζονταν με τις δραστηριότητες της οργάνωσης και είχαν διαφορετικά αντικείμενα, με σκοπό τη δήλωση εικονικών συναλλαγών.
Τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης επιδίωκαν να μην υπάρχουν εμφανείς ενδείξεις συσχέτισής τους με τις εικονικές επιχειρήσεις και τους διαχειριστές τους, ώστε να αποφύγουν τις νομικές συνέπειες. Στις συγκεκριμένες οντότητες μετακυλιόταν η υποχρέωση απόδοσης Φ.Π.Α. εκροών, ενώ οι νομιμοφανείς επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχαν τα μέλη ισοσκελίζαν το Φ.Π.Α. εισροών-εκροών, στερώντας έτσι από το Δημόσιο τη δυνατότητα ανάκτησης των απολεσθέντων εσόδων.
Συνολικά, μέσω των εταιρικών σχηματισμών που δημιούργησαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, προκάλεσαν απώλεια πόρων Φ.Π.Α. που ξεπερνά τα 26.000.000 ευρώ, για τα οποία είχαν δηλωθεί εικονικές συναλλαγές άνω των 150.000.000 ευρώ.
Επιπλέον, μία υποομάδα της οργάνωσης προχώρησε σε δράσεις εκτός του κανονικού πλαισίου της, χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο για να δημιουργήσει ένα δίκτυο εταιρειών που εμπλέκονται σε διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον Φ.Π.Α., αποκομίζοντας εκατομμύρια ευρώ προς όφελος μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Επιπλέον, ένα βασικό μέλος της οργάνωσης κατάφερε να αποσπάσει παράνομα χρήματα μέσω του μέτρου της επιστρεπτέας προκαταβολής για επτά (7) επιχειρήσεις που διαχειριζόταν, κερδίζοντας περίπου 770.000 ευρώ.
Για την εξάρθρωση της οργάνωσης, πραγματοποιήθηκαν 39 έρευνες (σε κατοικίες, επιχειρήσεις, οχήματα και σωματικές έρευνες), κατά τις οποίες βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
– 139.696 ευρώ και μετρητής χαρτονομισμάτων,
– πολυτελές Ι.Χ.Φ.,
– 10 ρολόγια χειρός μεγάλης αξίας,
– 62 σφραγίδες νομικών προσώπων,
– 46 κινητά τηλέφωνα,
– 7 φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τάμπλετ,
– πιστόλι με 2 γεμιστήρες,
– πλήθος δελτίων αποστολής, τιμολογίων, φορολογικών αποδείξεων και χειρόγραφων σημειώσεων,
– τραπεζικά παραστατικά, κάρτες, επιταγές και βιβλιάρια επιταγών από ελληνικά και αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα,
– μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών,
– προφανώς πλαστό δελτίο ταυτότητας αλλοδαπών Αρχών,
– 2 μηχανήματα POS και
– μεγάλο αριθμό εξωτερικών σκληρών δίσκων και φορητών μέσων αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων (USB STICKS). Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε εξαγωγή ψηφιακών πειστηρίων για περαιτέρω ανάλυση του περιεχομένου τους.
Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της έρευνας, εξετάστηκε ένα ευρύ φάσμα στοιχείων που προήλθαν από τη συλλογή και ανάλυση φορολογικών, λογιστικών και τραπεζικών δεδομένων (συμπεριλαμβανομένου του ανοίγματος τραπεζικών λογαριασμών 230 οντοτήτων), την ανάλυση και συσχέτιση πολυάριθμων ηλεκτρονικών ιχνών, την εκτέλεση ειδικών ανακριτικών ενεργειών (όπως η άρση επικοινωνιών για 85 τηλεφωνικές συνδέσεις και η καταγραφή 179.450 τηλεφωνικών συνομιλιών), την επεξεργασία και περιγραφή βιντεοληπτικού υλικού, καθώς και τη διενέργεια εκτενούς αλληλογραφίας (780 εξερχόμενα έγγραφα για τη συγκέντρωση στοιχείων).
Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών συνέβαλε καθοριστικά στην εξιχνίαση της υπόθεσης, αποστέλλοντας 12 ειδικούς ερευνητές ψηφιακών δεδομένων από το Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων. Οι ερευνητές αυτοί, χρησιμοποιώντας σύγχρονα εγκληματολογικά εργαλεία και εφαρμογές τεχνικής νοημοσύνης, εντόπισαν και συσχέτισαν κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία κατά τις επιτόπιες έρευνες, ανάμεσα σε εκατομμύρια ψηφιακά δεδομένα που ήταν αποθηκευμένα τόσο τοπικά όσο και στο υπολογιστικό νέφος. Τα κατασχεμένα ψηφιακά δεδομένα θα υποβληθούν σε περαιτέρω ανάλυση από το εργαστήριο του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων.
Επίσης, σημαντικός παράγοντας για την επιτυχή περαίωση της έρευνας ήταν η συνεργασία και ανταπόκριση Υπηρεσιών της ΑΑΔΕ, καθώς και των πιστωτικών ιδρυμάτων στη χορήγηση στοιχείων.
Σημειώνεται ότι παράλληλα, διενεργήθηκαν έρευνες σε Κύπρο και Σλοβακία, με την υποστήριξη εκεί γραφείων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, για τη λήψη και πρόσβαση σε πληροφορίες που σχετίζονται με τις εταιρείες που εδρεύουν εκεί.