Με την συμπλήρωση 100 χρόνων από την γέννηση του μεγάλου αυτού ανθρώπου, θέλησα να γράψω δύο λόγια.
Μαίος 1963. Αθήνα. Μητρόπολη, κοντά στο σπίτι μου. Το πρώτο πολιτικό γεγονός της ζωής μου. Η κηδεία του ΓΡΗΓΟΡΗ ΛΑΜΠΡΑΚΗ.
Ήταν μια κηδεία διαφορετική από τις άλλες. Ο κόσμος συγκλονισμένος. Ο κόσμος αγανακτισμένος. Ο κόσμος πνιγμένος σε μια βουβή οργή. Το παρακράτος είχε σκοτώσει αυτόν που τόλμησε να πάει ενάντια στο κατεστημένο της εποχής. Είχε σκοτώσει το παλληκάρι. Είχε σκοτώσει την ελπίδα.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ήταν ο άνθρωπος του απλού κόσμου. Ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας. Γιατρός, υφηγητής στο Πανεπιστήμιο είχε βοηθήσει πολλές γυναίκες να φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους. Αθλητής, Βαλκανιονίκης στο άλμα σε μήκος. Την ικανότητα του αυτή και την συμμετοχή του στην Αντίσταση, χρησιμοποίησε για να βοηθήσει τους ανθρώπους στην κατοχή διοργανώνοντας δήθεν αθλητικούς αγώνες, αλλά μέσα από αυτούς οργάνωνε συσσίτια και μοίραζε φαγητό στον πεινασμένο κόσμο. Σαν πολιτικός εκλέχτηκε βουλευτής της ΕΔΑ το 1961. Διοργάνωσε και πρωτοστάτησε στην πρώτη Μαραθώνια “Πορεία Ειρήνης” το 1963.
Δολοφονήθηκε άνανδρα στη Θεσσαλονίκη από το παρακράτος τον Μαίο του 1963 καθώς έφευγε από την απαγορευμένη συγκέντρωση της “Ελληνικής Επιτροπής για την Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη”. Εκεί τραυματίστηκε και ο άλλος βουλευτής της ΕΔΑ Γιώργος Τσαρούχας.
Ο θάνατός του, θα είχε μείνει ανεξιχνίαστος αν δεν βρισκόταν ένας απλός άνθρωπος του λαού, ο “Τίγρης” Μανώλης Χατζηαποστόλου, να πηδήξει πάνω στο δολοφονικό τρίκυκλο και να εξουδετερώσει τους δυό δολοφόνους, τον Γκοτζαμάνη και τον Εμμανουηλίδη. Η δολοφονία του θα έμεινε κρυφή αν δεν υπήρχε ο τότε ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης (μετέπειτα Πρόεδρος Δημοκρατίας) και ο Παύλος Δελαπόρτας Πρόεδρος του Δικαστηρίου που δίκασε τους συνωμότες. Η δολοφονία του έγινε γνωστή σε όλους από τον Βασίλη Βασιλικό με το βιβλίο “Ζ” που έγραψε και στον Κώστα Γραβά με την ανεπανάληπτη κινηματογραφική ταινία, που άφησε παρακαταθήκη στην Δημοκρατία μας.
Ήταν το πρώτο πολιτικό γεγονός που γνώρισα και σημάδεψε πολιτικά τη ζωή μου.
Με Εκτίμηση
ΘΕΜΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ