Δεύτερη ευκαιρία στους ΟΤΑ να δηλώσουν τα ακίνητα τους
Δεύτερη ευκαιρία στις δημοτικές και περιφερειακές αρχές που δεν διόρθωσαν την εκάστοτε εγγραφή της ακίνητης περιουσίας τους, από το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Με τροπολογία που κατέθεσε στο σχέδιο νόμου για τον εκσυγχρονισμό του Ελληνικού Κτηματολογίου προβλέπει επαναφορά στους ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού της κυριότητας των κοινοχρήστων και κοινωφελών ακινήτων τα οποία περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, διότι παρήλθε το καθορισμένο χρονικό όριο για την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών του Κτηματολογίου.
H τροπολογία και η εισηγητική έκθεση ΕΔΩ.
Συγκεκριμένα,τροπολογία με την περιγραφή «Ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης» περιλαμβάνεται διάταξη (άρθρο 2) που ορίζει τα παρακάτω:
Κοινόχρηστα και κοινωφελή ακίνητα σύμφωνα με το εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.), χωρικής αρμοδιότητας και διαχείρισης ΟΤΑ α’ ή β’ βαθμού, τα οποία καταχωρίστηκαν στις κτηματολογικές εγγραφές ως «άγνωστου ιδιοκτήτη», μετά την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 2664/1998 (Α’275) και κατά παρέκκλιση του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, περιέρχονται κατά κυριότητα στον αντίστοιχο ΟΤΑ, αυτοδικαίως από τη δημοσίευση του παρόντος. Τα αρμόδια κτηματολογικά γραφεία μεριμνούν για τη σχετική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία μετά την προσκόμιση από τον οικείο ΟΤΑ διαπιστωτικής πράξης του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του οικείου ΟΤΑ και τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας κατά τόπο κτηματικής υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
Ακίνητα της παρ. 1, των οποίων οι πρώτες εγγραφές δεν έχουν ήδη οριστικοποιηθεί, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων περί διόρθωσης προδήλων σφαλμάτων, δύνανται να καταχωριστούν ως ανήκοντα στους οικείους ΟΤΑ α’ ή β’ βαθμού κατόπιν παροχής ρητής συναίνεσης της Κτηματικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών. Η δυνατότητα αμφισβήτησης της ως άνω καταχώρισης από άλλη Υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου εντός της νόμιμης προθεσμίας διατηρείται ακέραιη.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του των Υπουργείων Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Εσωτερικών η τροπολογία αποτελεί «λύση σε μια σημαντική εκκρεμότητα του Κτηματολογίου αναφορικά με τα κοινόχρηστα και κοινωφελή ακίνητα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης».
Διευκρινίζεται ότι «η ρύθμιση αφορά αποκλειστικά στα κοινόχρηστα και κοινωφελή ακίνητα, όπως αυτά ορίζονται στα εγκεκριμένα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ), που καταχωρίστηκαν εσφαλμένα στις κτηματολογικές εγγραφές ως «άγνωστου ιδιοκτήτη». Σύμφωνα με την προς ψήφιση διάταξη, προβλέπεται ότι αυτά τα ακίνητα, μετά την οριστικοποίηση των κτηματολογικών εγγραφών, περιέρχονται αυτοδικαίως κατά κυριότητα στον οικείο ΟΤΑ, εφόσον τα εν λόγω ακίνητα εμφανίζονται ως κοινόχρηστα και κοινωφελή στο ΓΠΣ.
Συγκεκριμένα, η διαδικασία προβλέπεται να ολοκληρώνεται με την έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης από τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με τη σύμφωνη γνώμη της κατά τόπο αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών. Στη συνέχεια, η πράξη αυτή προσκομίζεται από τον ενδιαφερόμενο ΟΤΑ στα αρμόδια Κτηματολογικά Γραφεία, τα οποία και θα προβαίνουν στην σχετική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία.
Περαιτέρω, προκειμένου να επιλύεται το συγκεκριμένο πρόβλημα ακόμα ταχύτερα, με την ίδια διάταξη προβλέπεται και νέα, εναλλακτική διαδικασία διόρθωσης των σχετικών σφαλμάτων πριν από την οριστικοποίηση των ανακριβών εγγραφών. Σύμφωνα με αυτή, εγγραφές άγνωστου ιδιοκτήτη που αφορούν σε κοινόχρηστα και κοινωφελή ακίνητα που σύμφωνα με το ΓΠΣ εμφανίζονται ως κοινόχρηστα και κοινωφελή μπορούν να διορθώνονται εξωδικαστικά, με την παροχή συναίνεσης της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, όλες οι άλλες υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου διατηρούν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας διόρθωσης, την κυριότητα των ακινήτων, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Η εφαρμογή της διάταξης αναμένεται να θεραπεύσει με διαφάνεια και νομική ασφάλεια ένα χρόνιο πρόβλημα των ΟΤΑ, το οποίο αποτελούσε πάγιο αίτημα και της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας και, μολονότι είχε επισημανθεί από την ΚΕΔΕ ήδη από το 2018, δεν είχε επιλυθεί έως σήμερα».