Ανακοίνωση της Δημοτικής Κίνησης “Στάση στο Χαλάνδρι”
Ο επικεφαλής της Δημοτικής Κίνησης “Στάση στο Χαλάνδρι”, κ. Κώστας Ευθυμίου, σχολιάζει τα θέματα της επικαιρότητας και ειδικότερα τα ζητήματα που αφορούν στο εκπαιδευτικό σύστημα, ως εξής: “Οι επερχόμενες αλλαγές στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως αυτές ανακοινώθηκαν από την υπουργό Παιδείας, αναμφίβολα αποτελούν επιστροφή σε ένα παρελθόν που τουλάχιστον εμείς οι παλαιότεροι αν και το ζήσαμε το είχαμε ξεχάσει.
Δεν χρειάζεται να έχεις ειδικές γνώσεις για να αντιληφθείς ότι εξετάσεις χωρίς καθορισμένη ύλη οδηγούν αυτόματα – για όσους έχουν τη δυνατότητα – σε περισσότερα ιδιαίτερα και φροντιστήρια. Επίσης, δε χρειάζεται να είσαι ειδικός για να καταλάβεις ότι οι πολυδιαφημιζόμενες εργασίες θα αποτελούν επιπρόσθετο λόγο προσφυγής σε εξωσχολική βοήθεια, ότι οι δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου θα συνεχίσουν να αποτελούν προθάλαμο εισόδου στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, που μάλλον και για την επερχόμενη γενιά θα αποτελεί και τη μοναδική προοπτική για την εύρεση μιας έστω κακοπληρωμένης απασχόλησης.
Ότι η συμβολή του σχολικού βαθμού στο τελικό αποτέλεσμα, στις τρεις μάλιστα τάξεις του Λυκείου, ουσιαστικά αποτελεί μία έμμεση –αν όχι άμεση – προώθηση των πάσης φύσεως διαπροσωπικών συναλλαγών στην τάξη καθώς και των πιο «ελαστικών» ιδιωτικών σχολείων.
Όμως θα ήταν λάθος να προσεγγίσουμε αυτές της αλλαγές αποσπασματικά και να μην τις εντάξουμε σε έναν κεντρικό σχεδιασμό που υλοποιείται αργά και συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και όχι μόνο. Πρόκειται για την εφαρμογή μίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υποτίθεται ότι στοχεύει στη μείωση ενός σπάταλου και αναποτελεσματικού κράτους (βλέπε μείωση αριθμού δημοσίων υπαλλήλων, ιδιωτικοποίηση δημόσιου τομέα) στην πραγματικότητα όμως έχει σαν στόχο τη σταδιακή απόσυρση του κράτους από όλους εκείνους τους τομείς, τους οποίες συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε χοντρικά σαν «κοινωνικό κράτος». (υγεία, παιδεία, ενέργεια, ασφάλιση κλπ). Αυτοί οι τομείς σταδιακά παραδίδονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία με ότι αυτό σημαίνει για τους αποδέκτες των υπηρεσιών τους. Εννοείται ότι όσες υπηρεσίες συνεχίσουν να προσφέρονται από το κράτος θα τιμολογούνται ανάλογα.
Αυτή η πολιτική –που εφαρμόστηκε από τα δύο κόμματα εξουσίας και υποστηρίζεται από το ΛΑΟΣ και το κόμμα της Ντόρας- δεν έχει άμεση σχέση με την οικονομική κρίση που ξέσπασε στη χώρα. Απλά, με αφορμή την κρίση, επισπεύδεται η εφαρμογή της- ενώ ταυτόχρονα θα θίξει μεγαλύτερο εύρος κοινωνικών στρωμάτων από αυτά που θα έθιγε υπό άλλες συνθήκες, στις υποτιθέμενες «καλύτερες» μέρες.
Το κλειδί για την ιδιωτικοποίηση τμημάτων του δημόσιου φορέα είναι η σταδιακή απαξίωσή τους. Έτσι τα όποια προβλήματα αναποτελεσματικότητας και διαφθοράς επιτείνονται, ενώ όπου αυτά δεν αρκούν συμβάλει η ίδια η κρατική εξουσία με την υποχρηματοδότηση και τη συκοφάντισή τους.
Στον τομέα της εκπαίδευσης η εφαρμογή αυτής της πολιτικής άγγιξε με διαφορετικό τρόπο όλες τις βαθμίδες της.
Προσχολική ηλικία, υποχρεωτική εκπαίδευση
Στην προσχολική ηλικία, όσον αφορά τους βρεφονηπιακούς σταθμούς η μεταφορά της ευθύνης λειτουργίας τους στο τοπικό κράτος οδήγησε αυτόματα στη θεσμοθέτηση και τη σταδιακή αύξηση των τροφείων, ενώ στα νηπιαγωγεία η υποχρεωτική φοίτηση χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές για την υποδοχή των παιδιών έστρεψε μέρος τους στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ανέκαθεν λειτουργούσε ένας βασικός κορμός ιδιωτικών σχολείων που τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον πριν από την κρίση, παρουσίαζαν σημαντική ανάπτυξη. Η Ελλάδα, από τις χώρες όπου λειτουργούν ιδιωτικά σχολεία (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία ), διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό μαθητών. Περίπου το 6,5 -7 % του μαθητικού πληθυσμού υποχρεωτικής εκπαίδευσης κατ’ έτος, δηλαδή περίπου 90.000 μαθητές. (Ποσοστό 7,12 % για τα λύκεια, 6,87% για τα γυμνάσια, 7,28% για τα νηπιαγωγεία – δημοτικά για το σχολικό έτος 2008-09). Εννοείται ότι σε άλλου τύπου εκπαιδευτικές δραστηριότητες, πχ ξένες γλώσσες, ωδεία κλπ ο αριθμός των μαθητών που καταφεύγουν σε ιδιωτικές υπηρεσίες είναι τεράστιος. Το κόστος από το οποίο απαλλάσσεται το κεντρικό κράτος υπολογίζεται σε 370 εκατ. ευρώ το χρόνο, ενώ για τις διάφορες εξωσχολικές δραστηριότητες (ξένες γλώσσες, φροντιστήρια κλπ) ξεπερνά τα 2,8 δις ετησίως.
Οι συνενώσεις των δημόσιων σχολείων και η μεταφορά της ευθύνης λειτουργίας τους στους δήμους χωρίς την αντίστοιχη χρηματοδότηση θα πολλαπλασιάσουν τα ήδη υπαρκτά προβλήματα με προφανή στροφή όσων έχουν τη δυνατότητα στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε αυτή τη στροφή θα συμβάλλει και το σχεδιαζόμενο «κουπόνι του μαθητή». Δηλαδή η απόδοση ενός ποσού σε κάθε μαθητή προκειμένου αυτός να επιλέξει το σχολείο της αρεσκείας του.
Για την τεχνική εκπαίδευση
Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το κράτος σταδιακά αποσύρθηκε από το χώρο της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η δυσλειτουργία των διαφόρων τεχνικών λυκείων, που είχε σαν αποτέλεσμα τη μετατροπή τους σε αποθήκες μαθητών χωρίς κάποιες ουσιαστικές γνώσεις ή χειροπιαστά επαγγελματικά δικαιώματα – γεγονός που οδηγεί σε μία μαθητική διαρροή της τάξης του 20,28% – οδήγησε στην εκτίναξη κάθε είδους ιδιωτικών σχολών μεταλυκειακής εκπαίδευσης. (Κέντρα ελευθέρων σπουδών, ΙΕΚ, ΚΕΚ κλπ). Χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων, ακόμα και των δημόσιων είναι τα δίδακτρα, ενώ είναι προβληματική η κατοχύρωση οποιουδήποτε επαγγελματικού δικαιώματος. Είναι εντυπωσιακό ότι η σταδιακή απόσυρση του κεντρικού κράτους από αυτό το χώρο γίνεται την ίδια περίοδο που η «δια βίου μάθηση» προβάλλεται από τη μεριά του, σαν το μοναδικό αντίδοτο στην ανεργία. Άλλωστε το κράτος απείχε συστηματικά (τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση με δική του υποδομή) από όλα τα προγράμματα επανεκπαίδευσης ανέργων.
Για την τριτοβάθμια εκπαίδευση
Τα δίδακτρα που σταδιακά επιβλήθηκαν σε διάφορα μεταπτυχιακά τμήματα και στο «Ανοικτό Πανεπιστήμιο» αποτελούν την πρώτη απόπειρα κατάργησης της δημόσιας δωρεάν παιδείας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ήδη επικρατούν πρακτικές αποκλεισμού όσων δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά κατά τη διάρκεια της φοίτησης (μαθήματα με υποχρεωτική παρουσία) ενώ -παρά την αποτυχία τροποποίησης του άρθρου 16 του συντάγματος- η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα είναι ήδη γεγονός. Για τα τελευταία, η υποβάθμιση μέσω της υποχρηματοδότησης των δημόσιων πανεπιστημίων αποτελεί το καλύτερο δώρο. Να σημειωθεί ότι –πριν την οικονομική κρίση- με στοιχεία του 2005 που είναι και τα τελευταία που διαθέτει η Eurostat για τη χώρα, «η κατά κεφαλήν δαπάνη ανά φοιτητή στην Ελλάδα ήταν 5.050 ευρώ, εκφρασμένες σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (ΜΑΔ). Χαμηλότερες δαπάνες ανά φοιτητή παρουσιάζουν μόνο η Λετονία (2.427 ευρώ ΜΑΔ), η Ρουμανία (2.665 ευρώ ΜΑΔ), η Βουλγαρία (3.595 ευρώ ΜΑΔ), η Λιθουανία (3.804 ευρώ ΜΑΔ), η Εσθονία (4.344 ευρώ ΜΑΔ) και η Σλοβακία (4.886 ευρώ ΜΑΔ). …Είναι δε επίσης χαρακτηριστικό ότι από σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ αναφορικά με τις δαπάνες ανά φοιτητή (σε δολάρια ΗΠΑ, 2004), η Ελλάδα βρισκόταν χαμηλότερα ακόμη και από το Μεξικό, το οποίο έχει αρκετά χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ».
Το ίδιο χαμηλές είναι και οι αμοιβές των διδασκόντων αφού μεταξύ 33 χωρών η Ελλάδα καταλαμβάνει την 22η θέση.
Κατάρτιση αντί για εκπαίδευση
Είναι προφανές ότι οι νέοι σχεδιασμοί, με περαιτέρω μείωση των δαπανών, των υποδομών και του αριθμού των διδασκόντων θα οδηγήσουν στην πλήρη απαξίωσή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προς όφελος της ιδιωτικής, επιτυγχάνοντας παράλληλα και ένα δεύτερο στόχο. Τη μείωση του φοιτητικού πληθυσμού που για τα δεδομένα της ΕΕ είναι ιδιαίτερα υψηλός. (54 φοιτητές ανά 1000άτομα πληθυσμού την ίδια στιγμή που η Γερμανία έχει 27,7 ή η Αγγλία 38,9)
Προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινούνται και οι εξαγγελίες περί του «νέου σχολείου».
Ο μαραθώνιος των εξετάσεων στο λύκειο σε συνδυασμό με τις εξετάσεις στο πρώτο έτος των ΑΕΙ προκειμένου ο φοιτητής να ενταχθεί σε κάποιο τμήμα ειδικότητας, στοχεύουν να περιορίσουν τελικά τον αριθμό των φοιτητών. Σε αυτό καλείται να συμβάλλει και η πλήρης κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων των πτυχιούχων αφού μέσω των «πιστωτικών» μονάδων οι υποψήφιοι άνεργοι θα επιδίδονται σε ένα διαρκές κυνήγι αύξησης ή πιστοποίησης των όποιων προσόντων τους.
Το ερώτημα είναι τι θα γίνει με όσους αδυνατούν να ακολουθήσουν το δρόμο της εκπαίδευσης, ειδικά σε μία συγκυρία που η παραγωγική βάση της χώρας έχει καταρρεύσει και δεν διακρίνεται κάποια διέξοδος τουλάχιστον στο ορατό μέλλον;
Ο κυνισμός της υφυπουργού είναι εντυπωσιακός: «Νέοι απόφοιτοι λυκείου, Πανεπιστημίου και ΤΕΙ, ΙΕΚ, ΚΕΜΕ, θα μπορούν να παρακολουθήσουν προγράμματα κατάρτισης που θα αναπτύσσουν από κοινού οι επιχειρήσεις και το Δίκτυο Δια Βίου Μάθησης. Θα αποκτούν γνώσεις, θα κάνουν πρακτική άσκηση σε επιχειρήσεις και ένα ποσοστό από αυτούς θα προσλαμβάνεται για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα….. Εκτός από την τυπική εκπαίδευση στο σχολείο έτσι όπως το ξέραμε, τις πανελλαδικές, την Ανώτατη, το πτυχίο, δίνουμε πλέον και άλλες δυνατότητες: τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης, τα Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης, τα Εργαστήρια Ελεύθερων Σπουδών, τα Κέντρα Εκπαίδευσης Ενηλίκων κ.α.».”