Κεντροαριστερά: Χάνεται και αυτή η ευκαιρία;
Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έγινε με τις ιδανικότερες συνθήκες για τον ίδιο και την πραγματικά προοδευτική και δημοκρατική παράταξη.
Όλες οι συγκυρίες ήταν ευνοϊκές. Ένας απροσδόκητος συνδυασμός γεγονότων, ανέδειξε την εσωκομματική εκλογική διαδικασία σε μείζον πολιτικό γεγονός, που κίνησε το ενδιαφέρον της κοινωνίας και φάνηκε να δημιουργεί σοβαρές προϋποθέσεις αλλαγής του πολιτικού σκηνικού.
Ο απογοητευμένος και εξουθενωμένος από τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις κόσμος της κεντροαριστεράς, αναθάρρησε. Η ελπίδα μιας αποκατάστασης φούντωσε γρήγορα, αγγίζοντας τα όρια του ενθουσιασμού.
Παρά τις περιοριστικές συνθήκες της covid 19, σχεδόν 280.000 πολίτες, έσπευσαν στις κάλπες , με την προσδοκία εξόδου της παράταξής τους από το τέλμα.
Αυτή η προσδοκία και οι ελπίδες που τη συνόδευαν, αποτυπώθηκαν σε όλες τις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν.
Η προοπτική που διανοιγόταν, ήταν ξεκάθαρη:
Υψηλό διψήφιο ποσοστό, της τάξης του 15 – 18% στις πρώτες εκλογές, που θα οδηγούσε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις -πιθανότατες- επαναληπτικές.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν ήταν μόνο ζήτημα οφειλόμενης πολιτικής και ιστορικής αποκατάστασης του ΠΑΣΟΚ. Θα ήταν και μια εθνικά επωφελής και αναγκαία εξυγίανση της πολιτικής ζωής της χώρας, από τα τοξικά πολιτικά κατάλοιπα των στρεβλώσεων που προκάλεσε η κρίση.
Διαφαίνεται κάποια παρόμοια πιθανότητα σήμερα; Δυστυχώς, η απάντηση δεν είναι αισιόδοξη. Και δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις που προκαλούν απαισιοδοξία. Υπάρχουν και
σοβαρότερα αρνητικά γεγονότα.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης ανέλαβε πράγματι πολύ δύσκολο έργο. Έπρεπε να περάσει πολλές συμπληγάδες και να αποφύγει πολλές παγίδες.
Το πολιτικό κεφάλαιο με το οποίο τον εξόπλισε η εκλογική διαδικασία, ήταν εξαιρετικά σημαντικό αλλά η διαχείρισή του δεν ήταν καθόλου εύκολη.
Εξωτερικά, ήταν εξαρχής δεδομένο ότι αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσει τις ασφυκτικές πιέσεις των εκατέρωθεν ισχυρών πολιτικών σχηματισμών. Η επιλογή αντιπάλου ήταν επιβεβλημένη.
Και διότι δεν είναι σοφό να τα βάζεις με όλους. Και γιατί η ισοπεδωτική εξίσωση ανομοίων, δεν πείθει. Και διότι το αδιέξοδο παραμονεύει.
Άλλωστε, η απλοϊκή πολιτική του διμέτωπου, που είχε ακολουθηθεί για χρόνια, απέφερε αναιμικά αποτελέσματα. Αρκετά ίσως για να φυτοζωεί αλλά όχι να πρωταγωνιστεί η κεντροαριστερά .
Εσωτερικά, εξάλλου, παρά την πολιτική της συρρίκνωση, η παράταξη είχε πανίσχυρα προσωπικά απωθημένα: ανεξέλεγκτη εξουσιαστική βουλιμικότητα και μανιασμένη δίψα επιστροφής και δικαίωσης, ήταν πάντα σε ετοιμότητα και διαθέσιμα σε πρώτη ζήτηση.
Η συγκράτησή τους απαιτούσε ισχυρά αναχώματα και άκρως επιμελή μέτρα πρόνοιας, για να μην βρουν ευκαιρία να εκδηλωθούν. Γιατί είναι επικίνδυνα, άκαιρα και υπονομευτικά για την παράταξη, την κοινωνία και τη χώρα. Αλλά και γιατί υπονομεύουν τη συλλογική προσπάθεια, ακυρώνουν το πολιτικό της μήνυμα και απαξιώνουν το θεσμικό υπόβαθρο, προτάσσοντας κυριαρχικά το προσωπικό.
Εδώ, τα πράγματα μάλλον ξέφυγαν. Η ενδεχόμενη αναζήτηση υποψήφιου πρωθυπουργού στην οποία οδηγούν νομοτελειακά οι δογματικοί αποκλεισμοί Μητσοτάκη – Τσίπρα, άνοιξε ορέξεις και ενθάρρυνε ενδιαφερόμενους, να βγουν στη γύρα, ποντάροντας στη (μικρή) πιθανότητα να προκύψει ευκαιρία για τους ίδιους.
Ασφαλώς, οι προσωπικές στοχεύσεις είναι αναπόφευκτες και κατά περίπτωση θεμιτές ή ακόμα και δημιουργικές, στην πολιτική. · Αλλά είναι ό,τι χειρότερο σήμερα, για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας και επανεκκίνησης του ΠΑΣΟΚ.
Χάθηκε άραγε και αυτή η ευκαιρία; Όσοι πιστοί, εμμένοντες και επιμένοντες στην εθνική αναγκαιότητα αποκατάστασης της Δημοκρατικής Παράταξης, θα κατανοούμε, θα προσπαθούμε και θα ελπίζουμε…