Η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων θα πρέπει να γίνει όταν καταγράφονται 50 νέα κρούσματα την ημέρα επί δύο εβδομάδες, προειδοποιεί κορυφαίος καθηγητής Επιδημιολογίας
«Καμπανάκι» για τις χώρες που επιθυμούν να βάλουν τέλος στο «lockdown» και να επιτρέψουν στους πολίτες να επιστρέψουν στην εργασία τους είναι μία νέα μελέτη που διεξήχθη στην Κίνα και δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση «Lancet», καθώς, όπως επισημαίνει σε άρθρο της, μέχρι να βρεθεί εμβόλιο κατά του Covid-19 δεν θα πρέπει να αρθεί η «καραντίνα».
Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι, αν επιτραπεί να επανέλθει η κανονικότητα στη ζωή και η άρση των ελέγχων είναι πολύ εκτεταμένη, ο αριθμός των κρουσμάτων θα αυξηθεί και πάλι. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τι συμβαίνει, όπως αναφέρουν.
Και για να αρθούν σταδιακά τα περιοριστικά μέτρα, αυτό θα πρέπει να γίνει όταν τα νέα επιβεβαιωμένα κρούσματα έχουν μειωθεί σε λιγότερα από 50 την ημέρα επί τουλάχιστον δύο εβδομάδες, σύμφωνα με ένα Νοτιοκορεάτη επιδημιολόγο, ειδικό σε θέματα δημόσιας υγείας.
Ο καθηγητής επιδημιολογίας Σουνγκ-Ιλ Τσο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σεούλ δήλωσε μιλώντας σε δημοσιογράφους, σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ», ότι η σταδιακή -άρση των μέτρων μπορεί να ξεκινήσει, όταν τα νέα διαγνωσμένα κρούσματα παραμείνουν κάτω από 50 για περίπου 15 συνεχόμενες μέρες.
Η Νότιος Κορέα έχει καταγράψει συνολικά 10.423 κρούσματα και μόνο 204 θανάτους, ενώ την τελευταία φορά ανέφερε μόλις 39 νέα ημερήσια κρούσματα. Η χώρα είχε φθάσει στην κορύφωση της πανδημίας, όμως ακόμη δεν έχει πετύχει κάτω από 50 κρούσματα την μέρα σε συνεχόμενη βάση επί δύο εβδομάδες. Γι’ αυτό, όπως είπε ο καθηγητής Τσο, «προκειμένου να πετύχουμε κάτι τέτοιο, πρέπει να επιμείνουμε στην κοινωνική αποστασιοποίηση και αυτό είναι μία πρόκληση, καθώς οι άνθρωποι ήδη έχουν κουραστεί και ο αριθμός των παραβιάσεων των μέτρων αυξάνεται».
Στην Κίνα, όπως αναφέρουν ερευνητές στο Χονγκ Κονγκ, οι δραστικοί έλεγχοι στην καθημερινή ζωή των πολιτών οδήγησαν να μπει τέλος στο πρώτο κύμα του της νόσου, αν και, όπως επισημαίνουν, ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός δεύτερου κύματος.
Το ποσοστό θνητότητας στην ηπειρωτική Κίνα ήταν πολύ χαμηλότερο, σε λιγότερο από 1%, από ό,τι στην επαρχία Χουμπέι, όπου ξεκίνησε η επιδημία, η οποία είχε ποσοστό θνητότητας σχεδόν 6%. Διαφέρει επίσης ανάλογα με την οικονομική ευημερία κάθε επαρχίας, η οποία σχετίζεται με την διαθέσιμη υγειονομική περίθαλψη.
«Ακόμα και στις πιο ευημερούσες και εύπορες μεγαλουπόλεις όπως το Πεκίνο και η Σαγκάη, οι πόροι της υγειονομικής περίθαλψης είναι περιορισμένοι και οι υπηρεσίες θα δώσουν αγώνα με μια ξαφνική αύξηση της ζήτησης», υποστηρίζει ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Gabriel M Leung από το Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ.
«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία να διασφαλιστεί ότι τα τοπικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης διαθέτουν επαρκές προσωπικό και πόρους για την ελαχιστοποίηση των θανάτων που συνδέονται με τον Covid- 19», τόνισε.
Η ανάλυσή τους χρησιμοποιεί στοιχεία της τοπικής Επιτροπής Υγείας από επιβεβαιωμένα κρούσματα Covid-19 από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου σε τέσσερις πόλεις – Πεκίνο, Σαγκάη, Σενζέν, Γουενζού και τις δέκα επαρχίες εκτός της Χουμπέι με τον μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων.