Οι κατασχέσεις από την εφορία στους τραπεζικούς λογαριασμούς των οφειλετών αυξάνονται, ενώ ακολουθούν οι πλειστηριασμοί ακινήτων, καθώς οι νεοσύστατες εισπρακτικές υπηρεσίες της εφορίας οργανώνονται. Στο επίκεντρο των εισπρακτικών υπηρεσιών της ΑΑΔΕ, και συγκεκριμένα των Κέντρων Βεβαίωσης και Είσπραξης που είναι ήδη σε λειτουργία, βρίσκονται σχεδόν 600.000 φορολογούμενοι που οφείλουν στην εφορία ποσά άνω των 500 ευρώ.
Η ΑΑΔΕ παρέχει οδηγίες σχετικά με το πώς και πότε επιβάλλονται κατασχέσεις σε καταθέσεις και ακίνητα των οφειλετών, καθώς και πότε αυτές οι διαδικασίες κλιμακώνονται, φτάνοντας μέχρι τις δεσμεύσεις και τους πλειστηριασμούς ακινήτων.
Σύμφωνα με τον Οδηγό που έχει εκδώσει η ΑΑΔΕ για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο που δεν έχουν ενταχθεί σε καμία νομοθετική ρύθμιση, ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Υπηρεσίας μπορεί, κατά την κρίση του, να εφαρμόσει τα εξής μέτρα:
– Κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων, είτε που βρίσκονται στην κατοχή του οφειλέτη, είτε κινητών και απαιτήσεων που ανήκουν στον οφειλέτη και βρίσκονται σε τρίτους.
– Κατάσχεση ακινήτων.
– Ποινική δίωξη και λήψη διοικητικών, ασφαλιστικών και δικαστικών μέτρων κατά του οφειλέτη του Δημοσίου, εφόσον το ποσό της οφειλής υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ και δεν έχει τακτοποιηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών.
Επιπλέον, ο Οδηγός της φορολογικής Αρχής παρέχει τις εξής διευκρινίσεις:
Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για οφειλές που έχουν λήξει και ανέρχονται συνολικά σε πεντακόσια (500) ευρώ, ανεξαρτήτως της αιτίας της οφειλής (είτε ως πρωτοφειλέτης, είτε ως συνυπόχρεος, είτε ως εγγυητής κ.λπ.), εκτός από την περίπτωση κατάσχεσης ποσών που βρίσκονται στα χέρια τρίτων. Αυτό σημαίνει ότι για φορολογούμενους που χρωστούν έως 500 ευρώ, δεν θα γίνουν κατασχέσεις στις τραπεζικές τους καταθέσεις, αλλά μπορεί να κατασχεθούν ποσά που οφείλονται σε αυτούς από τρίτους, όπως μισθοί, συντάξεις ή ενοίκια. Στο προαναφερόμενο ποσό δεν συμπεριλαμβάνονται οι προσαυξήσεις, οι τόκοι ή τα πρόστιμα που σχετίζονται με την εκπρόθεσμη καταβολή.
Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το συνολικό μηνιαίο ποσό τους, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών εισφορών, είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το ποσό αυτό υπερβαίνει τα χίλια ευρώ, επιτρέπεται η κατάσχεση για χρέη προς το Δημόσιο επί του 50% του υπερβάλλοντος ποσού μέχρι 1.500 ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του ποσού που υπερβαίνει τα 1.500 ευρώ.
Οι καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, είτε σε ατομικό είτε σε κοινό λογαριασμό, είναι ακατάσχετες έως το ποσό των 1.250 ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης, απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, μέσω της οποίας το φυσικό πρόσωπο δηλώνει έναν μοναδικό λογαριασμό. Εάν υπάρχει λογαριασμός για περιοδική πίστωση μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει να δηλωθεί αποκλειστικά αυτός ο λογαριασμός.
Προϋποθέσεις κατάσχεσης ακινήτων
Η εφορία προχωρά σε δεσμεύσεις, κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων του οφειλέτη όταν οι οφειλές είναι σημαντικές, με εξαίρεση, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, την κύρια κατοικία.
Πριν από την πραγματοποίηση πλειστηριασμού, προηγείται η διαδικασία κατάσχεσης. Ωστόσο, πριν από οποιαδήποτε εκτελεστική ενέργεια, είναι υποχρεωτική η αποστολή ατομικής ειδοποίησης από τη φορολογική διοίκηση σχετικά με την οφειλή ή την υπερημερία.
Αντίθετα, για τις κατασχέσεις χρηματικών ποσών δεν απαιτείται ειδοποίηση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η είσπραξη της οφειλής κινδυνεύει, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να παρακάμψει τη διαδικασία αυτή και να προχωρήσει σε δέσμευση ακινήτων χωρίς να ενημερώσει τον οφειλέτη. Η ΑΑΔΕ παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτή τη διαδικασία.
Από τη στιγμή που ο οφειλέτης παραλαμβάνει αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης, χάνει το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου και των συστατικών του στοιχείων, ακόμα και αν αυτά δεν αναφέρονται στην έκθεση ή αν ο οφειλέτης ήταν παρών κατά την κατάσχεση. Η έκθεση κατάσχεσης δεν συνεπάγεται άμεσα πλειστηριασμό, ο οποίος θα πραγματοποιηθεί σε επόμενο στάδιο.
Εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει εντάξει τις οφειλές του σε πρόγραμμα ρύθμισης, ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Υπηρεσίας για την είσπραξη της οφειλής υποχρεούται, μετά την παρέλευση σαράντα (40) ημερών και το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάσχεση, να ορίσει ημερομηνία πλειστηριασμού, η οποία δεν θα υπερβαίνει τους πέντε (5) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προγράμματος.
Εάν ο πλειστηριασμός δεν πραγματοποιηθεί την καθορισμένη ημερομηνία σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα εκδοθεί νέο πρόγραμμα το αργότερο εντός ενός έτους από την ημερομηνία που ο πλειστηριασμός δεν διεξήχθη ή αναστάλθηκε, με νέα ημερομηνία όπως προαναφέρθηκε. Οι προθεσμίες αυτές δεν ισχύουν εάν υπάρχει σοβαρός λόγος, ο οποίος θα αναφέρεται σε αιτιολογημένη έκθεση του Προϊσταμένου. Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού μετά την παρέλευση των νόμιμων προθεσμιών δεν οδηγεί σε ακυρότητα αυτού. Από το 2018, οι αναγκαστικοί πλειστηριασμοί διεξάγονται αποκλειστικά μέσω ηλεκτρονικών μέσων, μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ) και της ιστοσελίδας www.eauction.gr. Η αναστολή εκτέλεσης του εκδοθέντος προγράμματος πλειστηριασμού μπορεί να επιτευχθεί με την ένταξη του οφειλέτη σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών του ή με την έκδοση δικαστικής απόφασης που να την αναστέλλει.
Η κυριότητα του ακινήτου που πλειστηριάστηκε μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή μόλις γίνει η μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης στο αντίστοιχο Υποθηκοφυλακείο ή Κτηματολογικό Γραφείο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η κυριότητα παραμένει στον ιδιοκτήτη του ακινήτου.
Η άρση κατάσχεσης και η εξάλειψη υποθήκης σε ακίνητο για χρέη προς το Δημόσιο είναι εφικτή μετά την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους που προκάλεσε την επιβολή του μέτρου, ή μετά την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο όργανο με συγκεκριμένους όρους αποδέσμευσης, ανά περίπτωση.
Η πρώτη κατοικία των οφειλετών προς το Δημόσιο δεν μπορεί να κατασχεθεί ή να πλειστηριαστεί, εφόσον η αντικειμενική της αξία είναι κοντά στα όρια απαλλαγής από τον φόρο μεταβίβασης για την απόκτηση πρώτης κατοικίας. Τα όρια αυτά είναι 200.000 ευρώ για άγαμο, 250.000 ευρώ για ζευγάρι και 275.000 ευρώ για έγγαμο ΑμΕΑ. Τα παραπάνω ποσά αυξάνονται κατά 25.000 ευρώ για κάθε ένα από τα δύο πρώτα παιδιά και κατά 30.000 ευρώ για κάθε επόμενο παιδί.