Αποτελέσματα της Γ΄ Πανελλήνιας Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ)
Ενθαρρυντικά για την ανάγνωση στη χώρα μας είναι τα αποτελέσματα της Γ΄ Πανελλήνιας Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) σε συνεργασία με την εταιρεία Metron Analysis (η οποία επιλέχθηκε μετά από διαγωνισμό), από τον Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 2010.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.500 ατόμων άνω των 15 ετών σε όλη τη χώρα, σταθμισμένο ως προς το φύλο, την ηλικία, την αστικότητα (κατανομή σε αστικές και αγροτικές περιοχές) που ελέγχθηκε εκ των υστέρων ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο, με προσωπικές συνεντεύξεις στα νοικοκυριά. Την ευθύνη για τη σύνταξή του ερωτηματολογίου είχε το ΕΚΕΒΙ.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας έχουν ως εξής:
– Σταθερός ο ισχυρός πυρήνας των αναγνωστών
Σε σύγκριση με τις δυο προηγούμενες έρευνες, του 1999 και του 2004, ο πυρήνας των μέτριων ως συστηματικών αναγνωστών, δηλαδή όσων δήλωσαν ότι διάβασαν περισσότερα από 10 βιβλία κατά τους τελευταίους 12 μήνες, παρουσιάζει αξιοσημείωτη σταθερότητα, αντιπροσωπεύοντας το 8,1% των ερωτώμενων, έναντι του 8,6% το 2004 και 8,5% το 1999. Με βάση τις εκτιμήσεις για τον αριθμό του πληθυσμού άνω των 15 ετών της ΕΣΥΕ, το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει έναν καθόλου ευκαταφρόνητο αριθμό 780.000 αναγνωστών (έναντι 700.000 το 1999), σε όλη τη χώρα, που αποτελούν το «αφοσιωμένο» κοινό του βιβλίου. Η επανάληψη του μεγέθους αυτού σε τρεις διαδοχικές πανελλήνιες έρευνες, με διαφορετικά δείγματα, στο διάστημα μιας δεκαετίας, είναι ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας, μειώνοντας στο ελάχιστο την πιθανότητα μεθοδολογικού σφάλματος. Χωρίς να σημαίνει ότι ο αριθμός των συστηματικών αναγνωστών είναι ιδιαίτερα υψηλός σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως π.χ. η Γαλλία, η Μ. Βρετανία, η Γερμανία ή οι Σκανδιναβικές χώρες, φαίνεται να διαψεύδεται έτσι, οριστικά, η «προκατάληψη» ότι οι αναγνώστες βιβλίων στη χώρα μας είναι μόνο μερικές δεκάδες χιλιάδες.
– Αυξάνεται ο αριθμός των ασθενέστερων αναγνωστών
Σε σύγκριση με το 2004, το ποσοστό των ασθενέστερων αναγνωστών, δηλαδή όσων δήλωσαν ότι διάβασαν από 1-9 βιβλία κατά τους τελευταίους 12 μήνες, παρουσιάζει αύξηση στο 34,2% του πληθυσμού, έναντι 25,4% το 2004 και 29,3% το 1999. Με βάση τις εκτιμήσεις για το μέγεθος του πληθυσμού, το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει έναν αριθμό άλλων 3.380.000 αναγνωστών, ανεβάζοντας το συνολικό ποσοστό όσων δήλωσαν ότι διαβάζουν έστω και ένα βιβλίο στο 42,3% (έναντι 34% το 2004 και 37,8% το 1999).
– Μειώθηκε ο αριθμός όσων δε διαβάζουν καθόλου βιβλία
Σύμφωνα με τη διεθνή μεθοδολογία, όσοι δήλωσαν ότι δε διάβασαν κάποιο βιβλίο κατά τους τελευταίους 12 μήνες, είναι πιθανόν ότι διάβασαν, παρόλα αυτά, βιβλία είτε για το επάγγελμα, είτε για τις σπουδές τους (προαιρετικό, μη υποχρεωτικό διάβασμα), ή συμβουλεύτηκαν βιβλία για πρακτικούς σκοπούς (οδηγούς μαγειρικής, εκλαϊκευμένα ιατρικά βιβλία, άλλους οδηγούς, κλπ.). Μετά από ειδική, επιπλέον ερώτηση, το ποσοστό αυτών των αναγνωστών αναδείχθηκε στο 16,9% (έναντι 22,2% το 2004). Έτσι, το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι δε διάβασαν απολύτως κανένα βιβλίο, μειώθηκε στο 40,7% (έναντι 43,8% το 2004).
– Εκπαιδευτικό επίπεδο, αστικότητα, φύλο, γλωσσομάθεια και… ώρες εργασίας επηρεάζουν την αναγνωστική συμπεριφορά
Το εκπαιδευτικό επίπεδο παραμένει, σύμφωνα με τα ευρήματα και της νέας έρευνας, ο κυριότερος παράγοντας που καθορίζει τη στάση του κοινού απέναντι στο βιβλίο. Ακολουθούν η αστικότητα (για τα άτομα ανώτερης-ανώτατης εκπαίδευσης), το φύλο (για τα άτομα μέσης εκπαίδευσης), η γλωσσομάθεια και η προηγούμενη διαμονή σε χώρες του εξωτερικού για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης. Ωστόσο, η κυριότερη δικαιολογία για όσους δήλωσαν ότι δεν διαβάζουν καθόλου γενικά βιβλία ήταν η έλλειψη χρόνου (39%), γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από το γεγονός της επιμήκυνσης του μέσου χρόνου εργασίας στον γενικό πληθυσμό, σε σύγκριση με προηγούμενες έρευνες (45,4ώρες την εβδομάδα, το 2010). Ο μέσος χρόνος εργασίας ήταν 41ώρες την εβδομάδα για όσους διαβάζουν 10 βιβλία και πάνω το χρόνο, 43 ώρες την εβδομάδα για όσους διαβάζουν 1-9 βιβλία, και 48,4 ώρες την εβδομάδα για όσους δε διαβάζουν καθόλου βιβλία.
– Ανάγνωση γένους θηλυκού και ηλικίας 35-54
Και στην νέα έρευνα επιβεβαιώνεται ότι οι γυναίκες είναι αυτές που διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες, αφού το 9,4% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο (έναντι 6,8% των ανδρών). Ωστόσο, η κατεξοχήν υπεροχή τους αναδεικνύεται στο πεδίο των ασθενέστερων αναγνωστών; Το 40,2% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν από 1-9 βιβλία το χρόνο, έναντι μόνο 28% των ανδρών. Όσον αφορά την ηλικία των αναγνωστών, εάν πάρουμε ως μέτρο το ποσοστό του δε διαβάζω βιβλία, αυτό αυξάνεται όντως με την αύξηση της ηλικίας των ερωτώμενων, και μάλιστα μετά τα 55 χρόνια (50%-60%, σε σύγκριση με 40,7% για τον μέσο όρο). Εάν, όμως, αναζητήσουμε τις προσφιλέστερες ηλικίες για όσους διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο, τέτοιες αναδεικνύονται οι ηλικίες 35-44 ετών (12,1% μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες) και 45-54 ετών (13,1% μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες), σε αντίθεση με τις νεότερες ηλικίες 15-24 και 25-34 ετών, όπου το ποσοστό των αφοσιωμένων αναγνωστών περιορίζεται στα επίπεδα του 7%, προς όφελος της «χαλαρότερης» ανάγνωσης 1-9 βιβλίων το χρόνο.
– Στην πρώτη θέση των προτιμήσεων των αναγνωστών η ελληνική και η ξένη λογοτεχνία, και ακολουθούν η ιστορία, η ψυχολογία και η θρησκεία
Οι δημοφιλέστερες κατηγορίες βιβλίων στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού παρέμειναν, κατά σειρά, η ελληνική (73%) και η ξένη λογοτεχνία (61%) – κατά 79% το μυθιστόρημα, και μετά τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη -, και ακολουθούν η ιστορία (29%), η ψυχολογία (22%) και τα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου (17%). Η ελληνική και η ξένη λογοτεχνία κυριαρχούν σε όλες τις ηλικίες αναγνωστών και είναι οι μόνες κατηγορίες που αυξάνουν τη δημοτικότητα τους στο αναγνωστικό κοινό, σε σύγκριση με το 2004, ενώ όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες βιβλίων παρουσιάζουν, συγκριτικά, μείωση ενδιαφέροντος. Ενδιαφέρον είναι ότι η σειρά των προτιμήσεων στην κορυφή αλλάζει όσον αφορά τους «μέτριους ως συστηματικούς αναγνώστες», για τους οποίους η ξένη λογοτεχνία ισοβαθμεί με την ελληνική (80% των προτιμήσεων). Οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες βιβλία λογοτεχνίας (μυθιστορήματα, διηγήματα και ποίηση), ψυχολογίας και θρησκείας, ενώ σε όλες τις άλλες θεματικές κατηγορίες (όπως π.χ., η ιστορία, η φιλοσοφία, τα ταξίδια, οι κοινωνικές επιστήμες, οι αρχαίοι συγγραφείς, το πολιτικό βιβλίο, ο αποκρυφισμός, οι τέχνες, οι θετικές επιστήμες), οι άντρες είναι αυτοί που υπερτερούν.
– Το αναγνωστικό κοινό συμμετέχει σε μεγαλύτερο βαθμό από τον μέσο όρο σε όλες τις πολιτιστικές και κοινωνικές πρακτικές
Όσον αφορά το σύνολο των πολιτιστικών πρακτικών που κατέγραψε η έρευνα, επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά ότι οι αναγνώστες βιβλίων έχουν μεγαλύτερη πολιτιστική συμμετοχή από τον μέσο όρο, σε σχέση με όλες τις δραστηριότητες (ανάγνωση εφημερίδων και περιοδικών, ακρόαση ραδιοφώνου, παρακολούθηση κινηματογράφου, θεάτρου, συναυλιών, εικαστικών εκθέσεων, επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, κλπ., χρήση Ίντερνετ και νέων τεχνολογιών), ακόμα και ως προς τις εξόδους στα μαγαζιά, σε εστιατόρια, καφέ, μπαρ, κέντρα με ζωντανή μουσική, και ως προς την άθληση σε γυμναστήρια. Αρνητική συσχέτιση παρουσιάζει η ένταση της ανάγνωσης μόνο σε σχέση με τις ώρες τηλεθέασης, που μετρήθηκε να είναι 3 ώρες και 18′ στον γενικό πληθυσμό, 2 ώρες και 45′ σε όσους διαβάζουν 1-9 βιβλία και 2 ώρες και 11′ σε όσους διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο.
Ανακεφαλαίωση
Ανακεφαλαιώνοντας, τα κυριότερα συμπεράσματα στα οποία μας οδηγεί η νέα έρευνα για την ανάγνωση, όσον αφορά τόσο τους επαγγελματίες και όσους ασχολούνται με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής για το βιβλίο, είναι τα εξής:
– Τα «καλά νέα» για το βιβλίο
· Η διατήρηση σταθερού του πυρήνα των μέτριων ως συστηματικών αναγνωστών και η αύξηση του εύρους της «βάσης» τους, στο σκέλος των ασθενών αναγνωστών (όσων διαβάζουν 1-9 βιβλία το χρόνο). Η τελευταία αυτή εξέλιξη συνδέεται, προφανώς, με την απόκτηση αναγνωστικής συνείδησης από ένα μέρος των αναγνωστών που διαβάζουν βιβλία μόνο για χρηστικούς σκοπούς (πρακτικούς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματικούς λόγους), αφού τα ποσοστά των αντίστοιχων κατηγοριών μειώνονται. Το γεγονός αυτό ίσως σημαίνει ότι στη συνείδηση όλο και περισσότερων αναγνωστών, «βιβλίο» δεν είναι μόνο η λογοτεχνία.
· Στην ερώτηση «Θα λέγατε ότι διαβάζετε περισσότερα ή λιγότερα βιβλία, σε σύγκριση με πριν από ένα χρόνο», οι μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες απάντησαν «περισσότερα» (ενώ οι ασθενείς αναγνώστες και ο μέσος όρος: «λιγότερα»).
· Το βιβλίο φτάνει στην υψηλότερη θέση των βαθμού προτίμησης, μέσα σε μια δεκαετία, σε σύγκριση με τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Η ανάγνωση εφημερίδων εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη θέση των προτιμήσεων, ισοβαθμώντας όμως, σχεδόν, με το βιβλίο (28% και 27%, αντίστοιχα), ενώ τα περιοδικά βρίσκονται στην τρίτη θέση (14%). Η δημοτικότητα των εφημερίδων και των περιοδικών, όμως, βαίνει διαρκώς μειούμενη ανάμεσα στις τρεις διαδοχικές έρευνες του ΕΚΕΒΙ, ενώ αυτή του βιβλίου, αντίθετα, αυξάνεται. Η δημοτικότητα της τηλεόρασης, επίσης, η οποία θεωρείται ότι τυπικά «ανταγωνίζεται» το βιβλίο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σημειώνει μικρή κάμψη (άνοδο μόνο μεταξύ των μη-αναγνωστών).
· Η σχέση των αναγνωστών με τα βιβλιοπωλεία (με τα μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία, αλλά και με τα μεγάλα βιβλιοπωλεία & αλυσίδες) παραμένει σταθερή όσον αφορά την ενημέρωσή τους και τη χρήση τους ως πηγές αγοράς των βιβλίων. Όσον αφορά την ενημέρωση των αναγνωστών, η ιδιωτική ενημέρωση από φίλους ή συγγενείς παραμένει το κυριότερο κανάλι ενημέρωσης, μειώνεται ο ρόλος των κριτικών και των διαφημίσεων στον Τύπο και ενισχύεται ο ρόλος του διαδικτύου (που παρουσιάζει σημαντικά μεγαλύτερη διείσδυση στα ελληνικά νοικοκυριά σε σύγκριση με το 2004).
· Σύμφωνα με τη συγκριτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας, προκύπτει –για άλλη μια φορά- ένα προφίλ αναγνωστικού κοινού που η σχέση του με το βιβλίο δεν φαίνεται να καθορίζεται από τα δεδομένα μιας κοινωνικής και πολιτιστικής ελίτ που αντιλαμβάνεται το βιβλίο ως προνόμιο και την ανάγνωση ως στοιχείο διάκρισης (πρβλ. Pierre Bourdieu), αλλά από ένα ζωντανό, πολύμορφο, και βουλιμικό- «παμφάγο» (omnivorous) αναγνωστικό κοινό (πρβλ. Richard Α. Peterson, κ.α.), που κατά 60% συνδυάζει την ανάγκη του για αναγνωστική απόλαυση με αυτές για γνώση και πληροφόρηση, και ταυτόχρονα, για ψυχαγωγία και «διαφυγή» (και μάλιστα, οι γυναίκες εμφανίζονται να ξεπερνούν τους άντρες σε στην ανάγνωση για γνώση και πληροφόρηση, ενώ, αντίθετα, οι άντρες τις γυναίκες στην ανάγνωση για ψυχαγωγία και διαφυγή). Πρόκειται, επομένως, για ένα αναγνωστικό κοινό που είναι σε θέση να συνδυάζει την πολυγλωσσία και τα ταξίδια στο εξωτερικό με την ισχυρή προτίμηση για την ελληνική μουσική, την ανάγνωση του Βήματος και της Καθημερινής με αυτή του ΠρώτουΘέματος όσον αφορά τις κυριακάτικες εφημερίδες, την αναφορά ονομάτων συγγραφέων της λεγόμενης ευπώλητης λογοτεχνίας (Coelho, Μαντά, Hislop), δίπλα στα ονόματα κλασικών ή σύγχρονων κλασικών συγγραφέων όπως οι Καζαντζάκης, Παπαδιαμάντης, Ντοστογιέφσκι, κ.ά., και την έντονη προτίμηση για το ιστορικό μυθιστόρημα & το μυθιστόρημα εποχής, ακόμα και για τους «μέτριους ως συστηματικούς αναγνώστες».
– Και τα «κακά νέα» για το βιβλίο (και για τον πολιτισμό)
· Ο μέσος όρος των αναγνωσμένων βιβλίων μειώνεται (5,6 βιβλία, το 2010, έναντι 7 βιβλίων το 1999 -οι μισοί από όσους δήλωσαν ότι διαβάζουν βιβλία, διάβασαν έως 3 βιβλία, έναντι 4 το 1999). [Και τα καλά νέα, αντίστοιχα: λόγω της αύξησης των ποσοστών αλλά και του μεγέθους του πληθυσμού, ο μέσος αυτός όρος των 5,6 βιβλίων ανάγεται σε 24,6 εκ. αναγνωσμένα αντίτυπα το χρόνο, έναντι μόνο 15 εκ. το 1999.] Σε συνδυασμό με την αύξηση των ωρών εργασίας και τη μείωση του ελεύθερου χρόνου, που φαίνεται ότι είναι από τους παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ανάγνωση (για όσους εργάζονται περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα, που είναι πλέον το 47,3% των εργαζομένων), η εξέλιξη αυτή είναι πιθανόν ότι έχει τάσεις να ενταθεί.
· Η μετατόπιση των «καλύτερων ηλικιών» για το βιβλίο, όσον αφορά τους μέτριους ως συστηματικούς αναγνώστες, στις ηλικίες 35-54 ετών (έναντι του 25-44 ετών πριν από μια δεκαετία). Φαίνεται λοιπόν ότι αρχίζουν να χαρακτηρίζονται από μια «χαλαρότερη» σχέση με την ανάγνωση, όχι μόνο οι σχολικές (15-18 ετών) και πανεπιστημιακές ηλικίες (19-24 ετών), αλλά και οι αμέσως επόμενες (25-34 ετών). Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να συνδέεται αφενός με την παρακολούθηση ενός προγράμματος σπουδών που δεν ενθαρρύνει την ελεύθερη ανάγνωση, στο Λύκειο και το Πανεπιστήμιο, και αφετέρου με την εργασιακή αβεβαιότητα που επέρχεται αμέσως μετά, για τους νέους, στην ηλικία των 20 και ως τα μέσα της ηλικίας των 30.
· Ο περιορισμός της αγοραστικής συμπεριφοράς του κοινού στα 11,6 ευρώ το μήνα για αγορά βιβλίων, κατά άτομο (19,9 ευρώ για τους συστηματικότερους αναγνώστες). Αντίθετα, φαίνεται να αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός βιβλίων από φίλους και συγγενείς και, κατά δεύτερο λόγο, από τις βιβλιοθήκες (19% των αναγνωστών απάντησαν ότι τις επισκέπτονται, έναντι 13% το 1999).
Η μείωση, γενικά, των ποσοστών του «καθόλου», σε ότι αφορά τις κυριότερες πολιτιστικές πρακτικές και πρακτικές του ελεύθερου χρόνου των ερωτώμενων (κινηματογράφος, θέατρο, εκθέσεις φωτογραφίας, συναυλίες, έξοδοι, ταξίδια,κλπ), με την αντίστοιχη αύξηση, όμως, του ποσοστού του «σπάνια» -και όχι υπέρ μιας ενεργότερης συμμετοχής στις δραστηριότητες αυτές. Ταυτόχρονα, μια σειρά από άλλες δραστηριότητες του λεγόμενου «υψηλού» πολιτιστικού προφίλ, παρουσιάζουν μείωση συμμετοχής (όπερα-κλασική μουσική, παρουσιάσεις βιβλίων, ιδιωτικές γκαλερί, αρχαιολογικοί χώροι). Φαίνεται, δηλαδή, ότι ακόμα και όταν η ευαισθησία του ελληνικού κοινού δείχνει να έχει αυξηθεί ως προς τις δραστηριότητες αυτές, αντικειμενικοί παράγοντες, ενδεχομένως (όπως λ.χ. οι οικονομικοί, λόγω της μείωσης του εισοδήματός του, ή η μείωση του ελεύθερου χρόνου του), δεν του επιτρέπουν την ουσιαστικότερη συμμετοχή σ’ αυτές. Τα ερωτήματα αυτά, ωστόσο, δεν εντάσσονται στους στόχους και δεν ήταν δυνατόν να απαντηθούν πλήρως στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας. Θα πρέπει να διερευνηθούν πληρέστερα, μέσω υποθέσεων εργασίας και αντίστοιχων ταξινομήσεων, στο πλαίσιο μιας κατάλληλης έρευνας χρήσης ελεύθερου χρόνου (Time Use Survey), από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., στο πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών χωρών και της Eurostat.