Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προχώρησε σε αλλαγές που διορθώνουν το σύστημα υπολογισμού του φόρου για τους επαγγελματίες, με τις νέες διατάξεις να αναμένονται σύντομα προς ψήφιση στη Βουλή. Οι αλλαγές αφορούν το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα για άτομα που δραστηριοποιούνται σε περιοχές με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους, ενώ παράλληλα μειώνεται και το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα για επαγγελματίες, λαμβάνοντας υπόψη τον τζίρο και τις αμοιβές των εργαζομένων.
Στις δύο αυτές περιπτώσεις, το φορολογητέο εισόδημα μειώνεται, με αποτέλεσμα ο φόρος που θα προκύψει να είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με αυτόν που καταβλήθηκε φέτος για τα εισοδήματα του 2023. Σύμφωνα με τις αλλαγές:
1. Το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα για όσους δραστηριοποιούνται σε περιοχές με έως 1.500 κατοίκους μειώνεται κατά 50%, από 500 κατοίκους που ισχύει σήμερα.
Για παράδειγμα, μια ατομική επιχείρηση, όπως ένα καφενείο, που λειτουργεί εδώ και 18 χρόνια σε μια δημοτική κοινότητα με 1.200 κατοίκους, δεν είχε φέτος τη δυνατότητα να επωφεληθεί από την έκπτωση 50% στο τεκμαρτό εισόδημα, καθώς αυτή ίσχυε μόνο για κοινότητες με έως 500 κατοίκους. Σύμφωνα με τις τριετίες που ασκεί το επάγγελμα, φορολογήθηκε φέτος με τεκμαρτό εισόδημα 14.196 ευρώ και κατέβαλε φόρο 1.823,12 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τέλους επιτηδεύματος.
Το 2025, το τεκμαρτό εισόδημα θα αυξηθεί λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, φτάνοντας τα 15.106 ευρώ. Ωστόσο, με τις νέες ρυθμίσεις, θα φορολογηθεί για 7.553 ευρώ (-50%) και θα πληρώσει φόρο 680 ευρώ. Επιπλέον, δεν θα καταβάλει καθόλου τέλος επιτηδεύματος, με αποτέλεσμα να εξοικονομήσει περίπου 1.143 ευρώ.
2. Το κριτήριο του υψηλότερου μισθού εργαζομένου, το οποίο χρησιμοποιείται ως βάση σύγκρισης, μεταφέρεται στο τέλος της διαδικασίας, αφού έχουν ληφθεί υπόψη τα υπόλοιπα κριτήρια. Σύμφωνα με το ισχύον σύστημα υπολογισμού της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ο μισθός του πιο αμειβόμενου υπαλλήλου θεωρείται αρχικά ως το μεγαλύτερο ποσό σε σχέση με τον κατώτατο μισθό, συν τις τριετίες του υπόχρεου, πριν από την προσμέτρηση άλλων παραμέτρων (όπως οι προσαυξήσεις λόγω μισθοδοσίας και τζίρου). Έτσι, λειτουργεί ως η βάση πάνω στην οποία υπολογίζονται οι υπόλοιπες προσαυξήσεις για τον προσδιορισμό του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων και των ατομικών επιχειρήσεων. Με την προτεινόμενη αλλαγή, ο μισθός του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου θα λαμβάνεται υπόψη στο τέλος της διαδικασίας, μετά την προσμέτρηση των άλλων κριτηρίων.
Έτσι, η βάση υπολογισμού της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής περιορίζεται αποκλειστικά στο ύψος του κατώτατου μισθού, συν τις τριετίες που θα είχε αποκτήσει ο υπόχρεος αν εργαζόταν σε άλλη επιχείρηση και αμειβόταν για τις υπηρεσίες του. Σε αυτό το ποσό υπολογίζονται στη συνέχεια και οι υπόλοιπες προσαυξήσεις.
3. Ο μέσος τζίρος του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ) αναπροσαρμόζεται προς τα άνω, με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού επιβολής επί του τζίρου, βάσει των εισοδημάτων του φορολογικού έτους 2023. Σύμφωνα με το ισχύον σύστημα υπολογισμού της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής για τους ελεύθερους επαγγελματίες, εάν ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου (ελεύθερου επαγγελματία) υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του ΚΑΔ του κλάδου του, τότε υπολογίζεται προσαύξηση της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής κατά 5% επί της διαφοράς.
Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης προσαύξησης, θα ληφθεί υπόψη ο μέσος όρος του ετήσιου κύκλου εργασιών του αντίστοιχου ΚΑΔ δεύτερου βαθμού του προηγούμενου φορολογικού έτους, όπως αυτός δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ. Με την αναθεώρηση που θα πραγματοποιηθεί, θα αυξηθεί ο μέσος όρος του ετήσιου τζίρου των ΚΑΔ των υπόχρεων για το φορολογικό έτος 2023. Αυτό θα διασφαλίσει ότι κατά τον υπολογισμό της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής των ελεύθερων επαγγελματιών για το φορολογικό έτος 2024 δεν θα προκύψουν σημαντικές αποκλίσεις λόγω τζίρου, αποφεύγοντας έτσι μεγάλες προσαυξήσεις που θα οδηγούσαν σε υψηλότερη τεκμαρτή αμοιβή.
Για παράδειγμα:
Ένας επιχειρηματίας στον τομέα του λιανικού εμπορίου, ο οποίος ξεκίνησε τη δραστηριότητά του το 1993, έχει κόστος μισθοδοσίας 32.000 ευρώ, τζίρο 351.114 ευρώ και δηλωθέντα κέρδη 19.804 ευρώ. Απασχολεί δύο υπαλλήλους, με τον πιο αμειβόμενο να λαμβάνει 22.000 ευρώ ετησίως.
Σύμφωνα με το ισχύον σύστημα, το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα ανέρχεται σε 27.400 ευρώ, το οποίο υπολογίζεται ως εξής: 22.000 ευρώ (μέγιστος κατώτατος μισθός και μισθός του πιο αμειβόμενου υπαλλήλου) συν 3.200 ευρώ λόγω προσαύξησης μισθοδοσίας και 2.200 ευρώ λόγω προσαύξησης ΚΑΔ.
Μετά τις αλλαγές, το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα μειώνεται σε 22.000 ευρώ (μείωση 19,71%). Αυτό προκύπτει από τον υπολογισμό 19.596 ευρώ (14.196 ευρώ κατώτατος μισθός συν 3.200 ευρώ λόγω προσαύξησης μισθοδοσίας και 2.200 ευρώ λόγω προσαύξησης ΚΑΔ). Στη συνέχεια, γίνεται σύγκριση με τον μισθό του πιο αμειβόμενου υπαλλήλου, και θα λαμβάνεται υπόψη το μεγαλύτερο ποσό, δηλαδή 22.000 ευρώ
Κατάργηση επιτηδεύματος
Μετά από 13 χρόνια, ο θεσμός του τέλους επιτηδεύματος ολοκληρώνεται για όλους τους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εργάζονται με “μπλοκάκι”. Το μνημονιακό αυτό βάρος, το οποίο μπορεί να φτάσει έως και 1.000 ευρώ, θα παραμείνει μόνο για τα νομικά πρόσωπα και τα υποκαταστήματά τους.
Με την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, οι επαγγελματίες θα αποκομίσουν ετήσιο όφελος 325 ευρώ, ενώ θα παρατηρήσουν ελαφρύνσεις στις φορολογικές δηλώσεις του 2025, ειδικά όσοι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος.