Το 57% των ατόμων που υπέβαλαν αίτηση εντάχθηκε στις προστατευτικές ρυθμίσεις του νόμου, ενώ οι δικαστικές αρχές απέρριψαν τις αιτήσεις στο 43% των περιπτώσεων, με περίπου 60.000 δανειολήπτες να βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση. Σχεδόν 80.000 υπερχρεωμένοι δανειολήπτες έχουν ενταχθεί στις προστατευτικές ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη, ενώ πάνω από 60.000 έχουν χάσει τις υποθέσεις τους στα δικαστήρια, μετά από χρόνια αναμονής, και θεωρούνται «καμένοι», καθώς αντιμετωπίζουν «βουνά» από συσσωρευμένους τόκους υπερημερίας.
Αυτά είναι τα τελικά αποτελέσματα της εφαρμογής του πολυσυζητημένου νόμου 3869/2010, γνωστού ως νόμος Κατσέλη, μετά την έκδοση των τελευταίων αποφάσεων που εκκρεμούσαν για χρόνια στα δικαστήρια. Τα στοιχεία προέρχονται από τη Θεώνη Αλαμπάση, γενική γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, η οποία απάντησε σε σχετική ερώτηση 11 βουλευτών της Ν.Δ.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το τελικό ποσοστό από την εφαρμογή του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ήταν 57% των περιπτώσεων που εντάχθηκαν στην προστασία του νόμου, ενώ το 43% παρέμεινε εκτός. Το κύριο όφελος για όσους εντάχθηκαν στην προστασία ήταν η διασφάλιση της κύριας κατοικίας τους, πληρώνοντας μια μηνιαία δόση, η οποία καθορίστηκε από το δικαστήριο και προσαρμόστηκε στις οικονομικές τους δυνατότητες.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη όψη του νόμου, την οποία επισημαίνει η κ. Αλαμπάση: «δεν προσέφερε οριστική λύση στο ζήτημα των πλειστηριασμών, αλλά προέβλεπε αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων από τη στιγμή που κατατίθετο η αίτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία μπορούσε να διαρκέσει πάνω από δέκα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, ο οφειλέτης κατέβαλε μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό της οφειλής».
Όταν, μετά από αρκετά χρόνια, ερχόταν η στιγμή της έκδοσης της δικαστικής απόφασης, πολλοί δανειολήπτες αντιμετώπιζαν απορριπτικές αποφάσεις, καθώς τα δικαστήρια έκριναν ότι δεν δικαιούνταν προστασία βάσει του νόμου Κατσέλη, επειδή διαπιστώθηκε ότι κατά την υπογραφή του δανείου δεν είχαν τη δυνατότητα να το αποπληρώσουν, όπως αναφέρει η κ. Αλαμπάση.
Έτσι, οι δανειολήπτες που έχασαν τις δικαστικές τους υποθέσεις βρέθηκαν σε ακόμα πιο δύσκολη κατάσταση από αυτή που είχαν όταν αποφάσισαν να ζητήσουν προστασία σύμφωνα με τον νόμο Κατσέλη. Όπως επισημαίνει η κ. Αλαμπάση, «οι περιπτώσεις που απορρίφθηκαν αντιμετώπισαν σωρευμένες οφειλές, καθώς επανήλθαν στο προσκήνιο όλοι οι τόκοι υπερημερίας που είχαν ανασταλεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μέχρι την έκδοση της απόφασης».
Οι «μάχες» στα δικαστήρια
Για πολλά χρόνια, στα δικαστήρια διεξάγονταν «μάχες» μεταξύ πιστωτών και υπερχρεωμένων δανειοληπτών. Οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης δανείων αμφισβητούσαν σχεδόν όλες τις αιτήσεις υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη, υποστηρίζοντας, όπως ανέφερε η κ. Αλαμπάση στην απάντησή της, ότι οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες γνώριζαν κατά την υποβολή αίτησης για δάνειο ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να το αποπληρώσουν. Νομικά, αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ως δόλος, και σύμφωνα με τον νόμο Κατσέλη, σε αυτή την περίπτωση δεν παρέχεται προστασία.
Οι «μάχες» δανειοληπτών – πιστωτών στα δικαστήρια, όπου οι πιστωτές προσπαθούσαν να αποδείξουν την ύπαρξη δόλου, εξελίχθηκαν σε δύο φάσεις: αρχικά, οι πιστωτές παρουσίαζαν γενικά επιχειρήματα για να πείσουν ότι υπήρχε δόλος και σε αρκετές περιπτώσεις οι αιτιάσεις τους γίνονταν δεκτές από τα δικαστήρια. Στη συνέχεια με δύο αποφάσεις του Αρείου Πάγου (697/2020 και 59/2021) ξεκαθάρισαν τα κριτήρια με βάση τα οποία τα δικαστήρια θα έπρεπε να κρίνουν εάν υπήρχε δόλος από την πλευρά του οφειλέτη και μεταφέρθηκε στους πιστωτές το βάρος της απόδειξης.
Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι ένας δανειολήπτες ενεργεί δολίως όταν:
- Με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό.
- Αποκομίζει οφέλη από την υπερχρέωσή του, με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε, κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.
- Ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι, ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του, δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει
- Ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο, ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Με την απόφαση 59/2021 του Αρείου Πάγου οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης δανείων υποχρεώθηκαν να εξηγούν ποια είναι η πράξη που θεωρούν ότι αποτελεί έκφανση δόλου. Έτσι, δόθηκε κατεύθυνση στα δικαστήρια να απορρίπτουν κάθε «ένσταση δόλου που προτείνεται αορίστως». Για παράδειγμα, δεν ήταν αρκετό απλώς να υποστηρίζει ο πιστωτής ότι, για παράδειγμα, ο οφειλέτης μεταβίβασε περιουσιακά του στοιχεία για να αποδειχθεί ο δόλος.
Μετά την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου, μειώθηκαν τα ποσοστά απόρριψης αιτήσεων για υπαγωγή στον νόμο Κατσέλη, αναφέρουν νομικοί. Σε κάθε περίπτωση, το τελικό «σκορ» 57% – 43% δείχνει ότι ένα πολύ υψηλό ποσοστό οφειλετών είδαν τις αιτήσεις τους να απορρίπτονται από τα δικαστήρια.
Ακόμη και για πολλούς από τους δανειολήπτες που δικαιώθηκαν, οι δικαστικές περιπέτειες συνεχίσθηκαν, καθώς οι αποφάσεις για την ένταξή τους στην προστασία του νόμου συχνά δεν ήταν αρκετά σαφείς σε ό,τι αφορά τον τρόπο υπολογισμού των τόκων της ρύθμισης, με αποτέλεσμα οι πιστωτές να υπολογίζουν πολύ «φουσκωμένους» τόκους, με βάση το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου. Πολλοί δανειολήπτες αναγκάσθηκαν να ζητήσουν διευκρινιστικές αποφάσεις από τα δικαστήρια, οι οποίες όρισαν ότι ο τόκος υπολογίζεται επί του ποσού της κάθε δόσης και όχι στο υπόλοιπο του δανείου.