Του επικεφαλής της Παράταξης “Εκτός των τειχών”, κ. Δημήτρη Πολυχρονιάδη
Στην πρόσφατη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης του Αμαρουσίου συζητήθηκε το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας / Αττική, στην τοποθέτησή του ο επικεφαλής της Παράταξης “Εκτός των Τειχών”, κ. Δημήτρης Πολυχρονιάδης ανέφερε τα ακόλουθα: “Η συζήτηση για το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας οφείλει να λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη μια σειρά από παραμέτρους. Με δεδομένο ότι τα ζητήματα της πόλης συνιστούν αποτυπώσεις στον χώρο ευρύτερων ζητημάτων που σχετίζονται με τον τρόπο παραγωγής, την οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας, καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση. Η προσέγγισή μας δεν άπτεται θεμάτων σχεδιασμού του χώρου με μια έννοια ρηχή, που αφορά σε θέματα όπως ο εξωραϊσμός διάφορων γειτονιών, αλλά τουναντίον έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Έτσι, πρόκειται για μια συζήτηση που έχει ορισμένα προαπαιτούμενα.
Πρώτον και βασικό είναι το γεγονός ότι διεξάγεται εν μέσω της πρωτοφανούς σε ένταση και βάθος καπιταλιστικής κρίσης που με ιδιαίτερο τρόπο εκδηλώνεται στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο της αντιμετώπισής της έχει διαμορφωθεί την πρόσφατη διετία η μαύρη συμμαχία των ελληνικών κυβερνήσεων (πρώτα του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια η συγκυβέρνηση του μετώπου με ΝΔ και ΛΑΟΣ), της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι πολιτικές των Μνημονίων έχουν και καθαρά χωρική συνιστώσα, η οποία συνίσταται μάλλον στην κατάργηση κάθε πολεοδομικής ρύθμισης που επικαλείται το δημόσιο συμφέρον. Επομένως, η χρονική συγκυρία στην οποία κατατέθηκε το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας είναι αρκετά ιδιόρρυθμη για κάθε απόπειρα ρύθμισης του χώρου, ιδιαίτερα όταν διακηρύσσει – αλλά βέβαια δεν πραγματοποιεί – πολιτικές που θέλουν να αντιμετωπίσουν την τεράστια όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων. Ο νομοθέτης μάλλον περιπαίζει τη νοημοσύνη μας – ή δεν βλέπει ειδήσεις – όταν ευαγγελίζεται «προώθηση πολιτικών άμβλυνσης των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού» στη ΔΝΤ εποχή της βάρβαρης επέλασης στους μισθούς και κάθε είδους πρόνοιες. Θα καλύψει άραγε το ρυθμιστικό και πώς (;) τα κοινωνικά συντρίμμια των επάλληλων μνημονίων;
Μήπως θα το κάνει μαζί με τον νόμο «επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης Στρατηγικών Επενδύσεων» πιο γνωστό ως fast-track; Ας σημειώσουμε εδώ τι προβλέπει ο τελευταίος: Οποιοδήποτε έργο, κρίνεται από μια νεοσύστατη διυπουργική επιτροπή «μείζονος σημασίας», θα χωροθετείται όπου επιθυμεί ο ιδιώτης «επενδυτής», ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πολεοδομική ρύθμιση, θα κατασκευάζεται με τους όρους που θα υπαγορεύει ο ιδιώτης, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε οικοδομικό κανονισμό και το δημόσιο θα αναλάβει να τον διευκολύνει κατασκευάζοντας τα βοηθητικά και συνοδά έργα, παραχωρώντας δημόσια γη, πραγματοποιώντας απαλλοτριώσεις υπέρ του ιδιώτη – επενδυτή κ.ά. Ακόμη περισσότερο με τον εφαρμοστικό νόμο του Μεσοπρόθεσμου, η λογική του fast-track επεκτείνεται σε κάθε έργο που επιθυμεί να πραγματοποιήσει το ντόπιο ή διεθνές κεφάλαιο, ανεξάρτητα από το αν μπορεί να θεωρηθεί «μείζονος σημασίας» ή όχι! Γι’ αυτό άλλωστε και οι όποιες θετικές πλευρές του Νέου Ρυθμιστικού σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο Σουφλιά (μη συμπερίληψη της σήραγγας Υμηττού, η περιφερειακή Υμηττού φτάνει μέχρι την Βουλιαγμένης και όχι μέχρι την Ποσειδώνος, κ.ά.) ή άτολμες και ευγενικές διατυπώσεις (π.χ. η προσχηματική κριτική του τεύχους παρουσίασης στη «νομοθεσία που προωθεί επενδύσεις με διαδικασίες οι οποίες παρακάμπτουν τους μέχρι σήμερα καθιερωμένους ελέγχους») δεν φαίνεται να ενοχλούν την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου και τον οικονομικό δολοφόνο της Τρόικας Γ. Παπακωνσταντίνου: ότι χρειαστεί, όποτε χρειαστεί θα περάσει με τη λογική του fast-track.
Δεύτερο βασικό σημείο που προκύπτει και από τα πιο πάνω είναι ότι αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου πλέγματος ρυθμίσεων και ταυτόχρονα συνέχεια μιας σύγχρονης, τουλάχιστον, πολεοδομικής ιστορίας που ξεκινάει από τις πολεοδομικές πολιτικές της εποχής του 1980. Από αυτή την οπτική απορρέει καταρχήν ότι πρέπει να ιδωθεί σε ένα πολυδαίδαλο σύστημα πολεοδομικών νόμων και κανόνων, που ούτως ή άλλως είχε δημιουργήσει ένα ευέλικτο πλαίσιο στη βάση της θεσμικής διάχυσης – αυτό που περίπου μπορείς να κάνεις ότι θες – στο οποίο ήρθε «εύστοχα», για όποιον θέλει πολεοδόμηση με τους νόμους της αγοράς, να προστεθεί το προαναφερθέν και γνωστό σε όλους fast – track. Η πρόσφατη μάλιστα ιστορία δεν χαρακτηρίζεται μόνον από νόμους και κανονισμούς, αλλά και από τον «μοναδικό» τρόπο «εφαρμογής» τους.
Με αυτήν την έννοια η κρίση στην ελληνική πόλη έχει και τη δική της ιδιαίτερη γενεαλογία φαινομένων, όπως τα έργα χωρίς σχεδιασμό ή δήθεν σχεδιασμό, της ολυμπιακής ρεμούλας, της σπέκουλας πάνω στη γη και ότι συνιστά αυτό που στο άκουσμα της λέξη «πολεοδομία» ο πολίτης συνειρμικά φέρει κατά νου και στο Μαρούσι μάλλον έχουμε γνωρίσει για τα καλά. Η περιοχή μας άλλωστε κατέχει το βραβείο του πιο μεγάλου αυθαίρετου στην ιστορία και, μάλιστα, με τη βούλα υπουργού, το MALL. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να κρίνουμε απλώς τις διατυπώσεις του νόμου, αλλά με πιο βαθύ βλέμμα να δούμε πίσω από τις γραμμές του κειμένου αυτά που συνεπάγεται για την Αθήνα, και ακόμη ειδικότερα για το Μαρούσι.
Στη βάση των πιο πάνω μπορούμε να δούμε και ειδικότερα τον συγκεκριμένο νόμο. Το νέο Σχέδιο σε πολλά σημεία χαρακτηρίζεται από καλογραμμένες διατυπώσεις που με μαεστρία προβαίνουν σε έναν ημιτελή εξωραϊσμό της πολιτικής του μαύρου μετώπου των κυβερνήσεων, του ΔΝΤ και της ΕΕ. Θα ήταν μέγα λάθος, ωστόσο, να του καταλογίσει κανείς «καλές προθέσεις» ή την πρόθεση να αποτελέσει ένα «στήριγμα των κινημάτων», ως όασης στη βάρβαρη εποχή μας.
Η ανάγκη «επικαιροποίησης του ΡΣΑ/85» προβαίνει σε μια βαθιά ιδεολογική μετατόπιση στις στοχεύσεις του σχεδιασμού. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τη «βελτίωση της ποιότητας ζωής» του 1985 βρισκόμαστε στην «ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Αθήνας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας» του 2011. Εντάσσεται σε ένα πλαίσιο, που απορρέει φυσικά από τις ευρωπαϊκές στρατηγικές και υποκλίνεται στο κυνήγι της ανάπτυξης, στο παιχνίδι του ανταγωνισμού των πόλεων στο πλαίσιο ενός διεθνούς δικτύου. Αλήθεια, δεν βλέπουν τους ισχυρούς κλυδωνισμούς που αυτές οι προσεγγίσεις φέρνουν σήμερα σε πλανητικό επίπεδο; Είμαστε στην εποχή που το άστρο της παγκοσμιοποίησης καθόλου δεν αστράπτει, και μάλλον έχει βυθίσει στο σκοτάδι τον άνθρωπο και τη φύση. Παρόλο αυτά σε αυτό το πλαίσιο θυμηθήκαμε να ενταχθούμε σε ό, τι αφορά τις ρυθμίσεις του νέου ΡΣΑ, εν έτει 2012.
Η δε βιωσιμότητα της ανάπτυξης μοιάζει πια με επωδό ανέκδοτου. Συνήθως η περιβαλλοντικά ορθή επιλογή έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου στην εκάστοτε περιοχή. Το αν η οικονομική ανάπτυξη συμβαδίζει με τη μη καταστροφή του περιβάλλοντος δεν είναι ζήτημα αυταπόδεικτο. Πολύ περισσότερο δεν είναι αυταπόδεικτο ότι η προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης στην πράξη εντάσσει τα ερωτήματα περί των κοινωνικών ζητημάτων. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε πιο σίγουροι είναι πως οι άνθρωποι της γης μπορούν να ζουν ευημερώντας και ισότιμα με βάση αυτά που παράγουν και ο πλανήτης τους προσφέρει. Είκοσι χρόνια βιώσιμης ανάπτυξης της ΕΕ έφεραν κλιματική καταστροφή, φτώχεια και κοινωνική κατάθλιψη.
Πιο κάτω, πρέπει να σταθούμε στη στρατηγική των αναπλάσεων και μητροπολιτικών παρεμβάσεων που ιεραρχούνται σε βασικό σημείο. Στη μεγάλη εκδοχή τους πρόκειται για πολιτικές που υπηρετούν το παιχνίδι του ανταγωνισμού των πόλεων, με έργα που χρειάζονται μεγάλο και διεθνές κεφάλαιο για να γίνουν και σηματοδοτούν πολιτικές «για να μπούνε κάτω από το χαλάκι» τα κοινωνικά προβλήματα. Πώς αλλιώς μπορούμε να διαβάσουμε τις πολιτικές μητροπολιτικών κέντρων που προβλέπει και το σχέδιο δράσης π.χ. στο κέντρο της πόλης ή στον Ελαιώνα.
Να γίνει το κέντρο «καθαρό», να αναβαθμιστεί και ο ρόλος της ασφάλειας, να έρχονται οι τουρίστες να δουν το «θεματικό πάρκο Αθήνα» χωρίς φτωχούς και μετανάστες να θολώνουν το γυαλιστερό τοπίο. Ξεχνούν οι εμπνευστές του σχεδίου ότι τα δυτικά πρότυπα των αστραφτερών «πόλεων του φωτός» έχουν την «πίσω αυλή» των φλεγόμενων – ανά τακτά πλέον – διαστήματα προαστίων στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Την ίδια στιγμή αποτελειώνουν όσους μικρομεσαίους επιβίωσαν σε ένα διαφορετικό από πολλές απόψεις σύστημα γης και οικοδομής στην Ελλάδα.
Στην δε μικρή εκδοχή τους οι αναπλάσεις και η αναβάθμιση του πολιτισμού είναι τελικά έργα καλλωπισμού. Μπορεί οι στόχοι να διακηρύσσουν πλευρές που έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό των κάτω ή την καθημερινότητα των κατοίκων, αλλά μια ματιά στο σχέδιο δράσης και τα έργα που δρομολογούνται αποκαλύπτει τα τετραγωνικά χιλιόμετρα αλλαγής πλακοστρώσεων και ανάδειξης κτιρίων που μένουν στο επίπεδο που όλοι γνωρίσαμε. Ελπίζουμε στο Μαρούσι να μη δοθούν εκ νέου χρήματα για να ξανααλλάξει η πλακόστρωση ολόκληρου του κέντρου, την ώρα που οι εργαζόμενοι του Δήμου πετιούνται στον δρόμο…
Ειδικότερα, το Μαρούσι εντάσσεται στο δίκτυο των αναπτυξιακών πόλων, ως κομμάτι του πόλου διαπεριφερειακής εμβέλειας του Βόρειου Λεκανοπεδίου και ταυτόχρονα διαδημοτικό κέντρο ευρείας ακτινοβολίας. Ο προσανατολισμός του είναι «λειτουργίες γραφείων και εδρών επιχειρήσεων, διοίκησης, αθλητισμού και εμπορίου». Όπως στον ίδιο τον νόμο αναφέρεται «Στο δίκτυο των Αναπτυξιακών Πόλων προωθείται […]με την κατανομή των πόρων από τα επιχειρησιακά προγράμματα, η ανάπτυξη χωρικών συμπλεγμάτων μητροπολιτικών λειτουργιών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αιχμής, ανάλογα με τον κυρίαρχο προσανατολισμό του κάθε Πόλου». Μεταξύ άλλων αυτό γίνεται ως εξής: «Τροποποιούνται άμεσα τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) των οικείων Δήμων για τις αναγκαίες προσαρμογές στις κατευθύνσεις του παρόντος και εναρμονίζονται οι χρήσεις γης και οι όροι δόμησης με τον στρατηγικό αναπτυξιακό ρόλο αυτών των Πόλων. Προωθείται, κατά προτεραιότητα, η οργάνωση-αναμόρφωση των ήδη θεσμοθετημένων και διαμορφωμένων επιχειρηματικών ζωνών».
Είναι σαφές ότι αυτή η κατεύθυνση ενισχύει την περεταίρω εξάπλωση του υπερτοπικού κέντρου, με την αποσπασματικότητα του παραγόμενου χώρου και τον ανταγωνισμό μεγέθους και φαντασμαγορικής διάθεσης των μεμονωμένων «αρχιτεκτονημάτων». Το κέντρο αυτό απέχει παρασάγγας από την ιστορική έννοια του κέντρου ως εξ ορισμού ενός εν δυνάμει τόπου της άτυπης συνάντησης και της πολλαπλής, έμμεσης επικοινωνίας τόσο των κατοίκων όσο και των επισκεπτών της πόλης. Δεν αποτελεί έναν τόπο συμπύκνωσης των χώρων και των χρόνων όπου όλοι αυτοί συγκεντρώνονται και προωθείται μια αίσθηση συμμετοχής τους σε ευρύτερες συλλογικότητες. Η φυσική συνεύρεση, η θέαση τρόπων ζωής και συμπεριφορών, η όσμωση κοινωνικών, ηλικιακών και πολιτισμικών ετεροτήτων που συγκροτούν την πόλη, στο νέο «κέντρο» στο Μαρούσι δεν είναι δυνατή. Δεν θέλουμε να μεγαλώσει το πεδίο ανέγερσης συμβόλων ευημερίας, εφήμερης εικονολατρίας, σχεδιαστικής και κατασκευαστικής δεξιοτεχνίας και επίδειξης. Είναι ανάγκη επιτέλους ο σχεδιασμός να γίνει για τις ανάγκες των κατοίκων.
…Και αυτά τίθενται ενδεικτικά, καθώς στο πλαίσιο μια σύντομης τοποθέτησης, δεν μπορούμε να σταθούμε σε κάθε σημείο των πεντακοσίων και πλέον σελίδων του νέου ΡΣΑ που τίθενται σε διαβούλευση.
Είμαστε, βέβαιοι, ωστόσο πως τα στρατηγικά αυτά ερωτήματα που θίξαμε, με αφορμή το νέο ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας, επιλύονται μόνον με στρατηγικές ανατροπές και μια άλλη προοπτική, έξω από τα δεσμά αυτού του συστήματος, του καπιταλισμού. Με ανατροπή της επίθεσης, έξοδο από την ευρωπαϊκή ένωση και το ευρώ, διαγραφή του χρέους για να ανοίξει επαναστατικά ο δρόμος και να πάρουμε στα χέρια μας τον παραγόμενο πλούτο, για μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας.
Ακόμη και πολλά από αυτά που το ρυθμιστικό διατυπώνει ως στόχους – προπετάσματα καπνού, όπως η παραγωγική ανασυγκρότηση, η άρση των κοινωνικών αποκλεισμών, η βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας δεν θα πραγματοποιηθούν αν δεν αναποδογυρίσουμε τον ανάποδο κόσμο στον οποίου ζούμε. Τον κόσμο του παραλόγου, όπου αναζητούμε πώς θα αξιοποιήσουμε το κενό κτιριακό απόθεμα, όταν άστεγοι πνίγονται στους δρόμους ή συλλαμβάνονται για το κακούργημά που διέπραξαν να είναι φτωχοί. Είναι σαφές πια ότι τίποτε δε μας χαρίζεται, γι’ αυτό και εμείς δεν πρέπει να χαριζόμαστε.
Για να πετύχουμε τα παραπάνω οφείλουμε να ανοίξουμε τον δρόμο με αγώνα διάρκειας μέχρι την τελική νίκη, την ανατροπή του καπιταλισμου!”