Η αληθινή ιστορία μίας κυρίας από το Ηράκλειο Αττικής που θα σας συγκινήσει
Χαμένη στις σκέψεις μου, περπατούσα χωρίς να έχω δύναμη.
Ο δρόμος μου φαινόταν ατελείωτος. Κι όμως ήμουν τόσο πολύ κοντά στο σπίτι μου.
Τα πόδια μου τα έσερνα.
Οι σκέψεις μου όμως δεν σταματούσαν. Άλλοτε γλυκές και άλλοτε γεμάτες παράπονο και αναπάντητα “γιατί”.
Σιγά σιγά οι δυνάμεις μου τελείωναν.
Ήθελα τόσο πολύ να κλείσω τα μάτια μου και να ξεκουραστώ.
Το είχα τόσο πολύ ανάγκη. Σχεδόν επιτακτική θα έλεγα.
Προσπαθούσα να φτάσω στο σπίτι μου και οι δυνάμεις μου τελείωσαν εκεί.
Παρόλη την κούραση που ένιωθα ήθελα να περάσω ανάμεσα στα δύο αμάξια να φτάσω ακριβώς απέναντι στο σκαλοπάτι που έβλεπα για να συνέλθω.
Έφτασα.
Όχι όμως εγώ.
Με έφτασε ένας άγγελος με το όνομα Μαρία, που με είδε σκουπίζοντας το πεζοδρόμιο. Ήταν από τον δήμο. Εάν δεν περνούσε θα είχα πεθάνει.
Όσο υπάρχει Θεός, υπάρχουν άνθρωποι και όσο υπάρχουν άνθρωποι υπάρχει Θεός.
Αυτή τη στιγμή μόνο έτσι μπορούσες να το ονομάσεις.
Που βρέθηκε η Μαρία;
Με τράβηξε με πολύ κόπο γιατί ήταν πολύ κοντά τα αμάξια.
Με έπλυνε στο πρόσωπο και στα χέρια με το νερό της και μου έδωσε να πιω.
Όλο κοίταζε γύρω της φοβισμένη.
Το κατάλαβα ότι φοβόταν για την δουλειά της. Μου είπε να ειδοποιήσει κάποιον δικό μου, παρόλο που δεν ήμουν καθόλου καλά, της είπα πως είμαι εντάξει και να πάει στην δουλειά της.
Μου άφησε το υπόλοιπο νερό, μου είπε το όνομα της, την ευχαρίστησα κι έφυγε.
Πέρασε πολύ ώρα για να συνέλθω λίγο και να πάω σπίτι μου να ξαπλώσω.
Δεν μπορούσα όμως να θυμηθώ το όνομά της.
Πήρα τον κ. Σπυρόπουλο στο σπίτι του και το σήκωσε η μητέρα του και μου είπε να πάω στο Ξύλινο.
Την ώρα που μιλούσαμε μπήκε ο Νικόλας. Του τα είπα όλα και του είπα θέλω να μάθω ποια είναι αυτή γυναίκα για να την ευχαριστήσω.
Μου είπε εντάξει μα δεν με ξαναπήρε ούτε ο Νικόλας, ούτε η μητέρα του.
Όταν συνήλθα λίγο έφυγα να πάω να βρω το Ξύλινο.
Ανέβηκα όλη την ανηφόρα και έλεγα ότι θα μείνω στον δρόμο, τελικά το βρήκα.
Μπήκα μέσα, τους είπα τι έγινε και τους ρώτησα ποια δούλευε στην Ομήρου εκείνη την ημέρα για να την ευχαριστήσω.
Και κάποια κυρία είπε θα της το πως εγώ.
Πήρε τηλέφωνο της είπα το όνομά μου, δεν μου είπαν το όνομά της, απλά είπαν ότι την ευχαρίστησα εγώ και τελείωσε.
Είδα ότι είχε στάση απ’ έξω. Κατέβηκα στο Ηράκλειο.
Πιο πάνω γράφω “Υπάρχει ο Θεός όπου υπάρχουν άνθρωποι και όπου υπάρχουν άνθρωποι υπάρχει Θεός. Γιατί το ξαναλέω;
Κατεβαίνοντας για να πάω σπίτι μου, από την οδό Στέλιου Καραγιώργη, την βλέπω μπροστά μου.
Εκείνη πρώτη άπλωσε τα χέρια της και με αγκάλιασε από το πρόσωπό της κατάλαβα πόσο καλός άνθρωπος ήταν!
Να ήταν άλλη και να με τραβούσε, θα έπαιρνε την τσάντα μου και θα έφευγε.
Μαρία μου σ’ ευχαριστώ, το σπίτι μου είναι ανοικτό για εσένα και την οικογένειά σου και με πολλή αγάπη.
Κύριε δήμαρχε, μην αδικήσετε για να μην αδικηθείτε. Καταλάβατε τι σας λέω έτσι δεν είναι;
Σοφία Κωνσταντοπούλου, του Σπυρίδωνος και της Ελένης.